Μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα του Ισραήλ – Μέρος 2ο

Πλύση εγκεφάλου από τα θρανία: Πώς ο Σιωνισμός εκπαιδεύει τους ισραηλινούς από παιδιά να σκέφτονται σαν στρατιώτες

Συνέχεια από το 1ο Μέρος

Η διδακτορική φοιτήτρια και ακτιβίστρια Hadas Emma Kedar μοιράζεται την εμπειρία της ως μαθήτρια μέσα στο ισραηλινό εκπαιδευτικό σύστημα, αποκαλύπτοντας τους βαθιά ανησυχητικούς τρόπους με τους οποίους το σχολείο «δίδασκε» στους μαθητές παραποιημένες εκδοχές της ιστορίας, αρνιόταν ακόμα και την ύπαρξη του παλαιστινιακού λαού και διαμόρφωνε σιωνιστικές ταυτότητες μέσα από τον φόβο και τον εθνικισμό.

Ανατρέχοντας και στη μετέπειτα πορεία της ως εκπαιδευτικού, η Kedar φωτίζει πώς άρχισε σταδιακά να αποδομεί όσα της είχαν εμφυσήσει ως «αντικειμενική αλήθεια» και να διαμορφώνει μια αντισιωνιστική συνείδηση, βασισμένη στην ανάγκη για ειρήνη, ισότητα και δικαιοσύνη για τον παλαιστινιακό λαό.

Ακολουθεί το 2ο μέρος της συνέντευξης, το βίντεο της οποίας επισυνάπτουμε στο τέλος.

Μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα του Ισραήλ – Μέρος 2ο

«Στο δημοτικό σχολείο πάντα έβλεπες γύρω σου όλα τα είδη στρατιωτών, τους λέγαμε δασκάλους – στρατιώτες! Μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα οι στρατιώτες ήταν παντού: Μερικές φορές σε δίδασκαν, μερικές φορές σε βοηθούσαν με τα μαθήματα· ήταν συνεχώς παρόντες.

Αυτή η στρατιωτική παρουσία γινόταν κομμάτι της ταυτότητας των «καλών» — των ανθρώπων που μας προστατεύουν, που θεωρούνται καλοί, ευγενικοί, ανθρωπιστές.

Στο λύκειο ξεκινάει στην πράξη η προετοιμασία για το στρατό: Ήδη στα 16 αρχίζεις να μαθαίνεις πώς να γίνεσαι στρατιώτης, γιατί μόλις τελειώσεις το λύκειο, η μετάβαση στον στρατό στα 18 θεωρείται υποχρεωτική και άμεση.

Το σύστημα σε προετοιμάζει να γίνεις «καλός στρατιώτης». Ένα από τα θεσμικά βήματα είναι η υποχρεωτική εβδομάδα σε στρατιωτική βάση στα 16–17: Εξάσκηση, βολές με M16, μια συντομευμένη αλλά χαρακτηριστική μορφή εκπαίδευσης που προσομοιάζει αυτά που θα περάσεις όταν γίνεις πραγματικός στρατιώτης.

Όταν φοράς τη στολή, πρέπει να κάνεις τα πάντα. Εγώ ήμουν τρομοκρατημένη — γι’ αυτό το έπαιρνα πολύ σοβαρά — ενώ οι συμμαθητές μου το αντιμετώπιζαν σαν αστείο.

Ήταν κάτι σουρεαλιστικό: Μας έδιναν όπλα για να τα δοκιμάσουμε, κοιμόμασταν σε σκηνές και βίωνα όλο αυτό σαν μια πραγματική εμπειρία στρατολόγησης.

Επιπλέον, κομμάτι της εκπαίδευσης ήταν το ταξίδι σε στρατόπεδα του Ολοκαυτώματος στην Πολωνία — ένα οργανωμένο κομμάτι της μαθησιακής πορείας.

Παρά την κρατική επιδότηση, οι γονείς πρέπει να πληρώσουν ένα σημαντικό ποσό, και υπάρχει πάντα τρόπος, μέσω συλλογικών ταμείων, να εξασφαλιστεί ότι οποιοσδήποτε που θέλει ενώ δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πάει.

Το ταξίδι αυτό θεωρείται η κορύφωση μετά από πολύ διάβασμα για το Ολοκαύτωμα: Μελέτη ιστορίας, συζητήσεις για ηθικά ζητήματα, την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας — όλα οδηγούν στο σημείο όπου πηγαίνεις και το βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια.

Μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα του Ισραήλ - Μέρος 2ο

Σου λένε ότι πρέπει να το βιώσεις, να το μυρίσεις, να το αισθανθείς σωματικά. Εγώ δεν πήγα τότε με την τάξη μου, για διάφορους λόγους, αλλά αργότερα, ως δασκάλα λυκείου, συνόδεψα δικές μου τάξεις και είδα ολόκληρη τη διαδικασία μέσα από την πλευρά του εκπαιδευτικού.

Ήμουν τυχερή που συνεργάστηκα με μια ομάδα προοδευτικών εκπαιδευτικών, αλλιώς ίσως να μην είχα αυτή τη δυνατότητα.

Εκείνη την εποχή άρχιζα ήδη να συνειδητοποιώ προβληματικές πλευρές του σιωνισμού και της ίδιας της πραγματικότητας στην οποία μεγαλώναμε ως Ισραηλινοί.

Δεν είχα γίνει αντι-σιωνιστής· δεν περνούσε καν από το μυαλό μου να το σκεφτώ έτσι. Ήμουν ακόμα μέσα στο σύστημα, αλλά είχα φιλελεύθερες και ανθρωπιστικές πεποιθήσεις.

Όταν είχαμε νέα για επιθέσεις του Ισραήλ στη Γάζα, προσπαθούσα προσεκτικά να μιλήσω με τους μαθητές μου για τα παιδιά στη Γάζα και για τα θύματα. Όμως απέφευγα την προφανή σύγκρουση γιατί φοβόμουν αναφορές από γονείς και συνέπειες από τους προϊσταμένους μου.

Όταν πήραμε την απόφαση να επιλέξουμε μία εταιρεία ξενάγησης πιο χαλαρή, ακαδημαϊκή και λιγότερο βιωματική, το κάναμε για να αποφύγουμε τις υπερβολικές συναισθηματικές «επεμβάσεις»: Μουσική, σκηνοθετημένες αφηγήσεις, και κυρίως τη φυσική αναπαράσταση — για παράδειγμα, να βάζουν ολόκληρη την τάξη μέσα σε ένα βαγόνι τρένου για να «νιώσει» πώς ήταν οι παππούδες τους στριμωγμένοι.

Θεωρούσα αυτή την πρακτική ως ένα από τα χειρότερα στοιχεία — να επιβάλλεις σωματική έκθεση για να προκαλέσεις συναίσθημα.

Ως απόγονος επιζώντων (έχω 4 παππούδες και γιαγιάδες που επέζησαν του Ολοκαυτώματος από Πολωνία και Ουγγαρία), από μικρή με προβλημάτιζε γιατί όλοι πρέπει να νιώθουν την ίδια θλίψη όπως εγώ άκουγα από τη γιαγιά μου.

Βλέποντας το τραύμα να μεταφέρεται και στη δεύτερη γενιά, αναρωτιόμουν γιατί άνθρωποι που κατάγονται από τη Βόρεια Αφρική πρέπει να κλαίνε στο Άουσβιτς εξαιτίας αυτού που συνέβη στους Ευρωπαίους Εβραίους.

Ναι, το κλάμα ως ανθρώπινη αντίδραση είναι κατανοητή αντίδραση στη φρίκη — αλλά με ενοχλούσε όταν οι ξεναγοί παρουσίαζαν την εμπειρία σαν να ήταν αποκλειστικά «η δική τους ιστορία».

Αυτό δημιουργούσε ερωτήματα: Ποια είναι η σχέση της ιστορικής μνήμης με το παρόν; Πώς χρησιμοποιείται αυτή η μνήμη εκπαιδευτικά και πολιτικά;

Ως δασκάλα, η ομάδα μου και εγώ αποφασίσαμε να διαμορφώσουμε την ξενάγηση πιο ακαδημαϊκά, χωρίς βιωματικά «κόλπα», να αφήσουμε τα παιδιά να κρίνουν σαν ενήλικες. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και με έναν επαγγελματία ξεναγό, υπήρχαν τάσεις να εντείνουν την εμπειρία με μουσική και δραματοποιήσεις, γιατί θέλουν οι μαθητές «να το ζήσουν».

Δύο πράγματα μου έμειναν έντονα:

Το πρώτο, ήταν διάλειμμα και κάποια παιδιά έλεγαν:

«Τι συμβαίνει με μένα; Δεν κλαίω»,

νιώθοντας πραγματικά πολύ άσχημα που δεν ένιωθαν τη θλίψη που περίμενε ο περίγυρος…

και δεύτερο, μια άλλη στιγμή, καθισμένοι στο γρασίδι στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, τα παιδιά παρατήρησαν πως υπήρχε ένα χωριό σε ορατή απόσταση και αναρωτήθηκαν γιατί οι κάτοικοι δεν αντέδρασαν τότε — μύριζαν την καμένη σάρκα, άκουγαν κραυγές, το γεγονός αυτό συνέβαινε δίπλα τους για χρόνια.

Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τη Γάζα και τη σύγχρονη κατάσταση των Παλαιστινίων.

Δεν ήθελα να δώσω την εύκολη απάντηση:

«Ναι, δεν έκαναν τίποτα επειδή ήταν όλοι αντισημίτες»,

μια φράση που ακούγεται πολύ συχνά στο Ισραήλ και που αναπαράγει την αφήγηση του συνεχούς θύματος που μαζί με την ισχύ του ισχυρού στρατού συνθέτει την εθνική αυτοεικόνα:

Είμαστε θύματα αλλά και ισχυροί, ανθρωπιστές και δημοκράτες. Αυτό το αφήγημα είναι παντού — στο σχολείο, στο σπίτι, στα ΜΜΕ, στο δρόμο — και αυτό που προσπάθησα ήταν να κάνω την παιδαγωγική σύνδεση: Να δείξω πώς τα θύματα μιας ιστορίας μπορούν να συνδεθούν με τα θύματα που υφίστανται σήμερα.

Μέσα από τη μελέτη του Ολοκαυτώματος κατάλαβα ξεκάθαρα πως είναι εύκολο να δεις πώς παρόμοιες πρακτικές καταπίεσης και ταπείνωσης μπορούν να εφαρμοστούν σε άλλους ανθρώπους με διαφορετικές μεθόδους, τεχνολογίες και χρονικά πλαίσια.

Αυτή η συνειδητοποίηση με οδήγησε σε μια κριτική στάση απέναντι στον σιωνισμό. Ο όρος «αντισιωνισμός» με φόβιζε στην αρχή· δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα αυτοπροσδιοριζόμουν έτσι, γιατί δεν ήξερα αρκετά γι’ αυτόν.

Η 7η Οκτωβρίου άλλαξε πολλά: Άρχισα να διαβάζω εντατικά βιβλία, μαρτυρίες και κείμενα για να καταλάβω τι είναι πραγματικά ο σιωνισμός πέρα από το σχολικό αφήγημα ότι ήταν απλώς η σωτηρία των Εβραίων από το Ολοκαύτωμα.

Διαβάζοντας τους πρωτότυπους λόγους σημαντικών στελεχών του σιωνιστικού κινήματος — όπως ο Ζαμποτίνσκι, ο Πίνσκερ και ο Χέρτσλ — είδα όρους και έννοιες που οδηγούσαν σε μια μορφή αποικιοκρατικής σκέψης.

Αυτή η ματιά στα κείμενα μου έδειξε ότι στον σιωνισμό υπήρχαν και στοιχεία βίας και καταπιεστικής λογικής, αντίθετα με την ανθρωπιστική εικόνα που μας διδάσκονταν.

Έτσι, σύντομα κατάλαβα τι σημαίνει πραγματικά ο αντισιωνισμός για μένα: Αν θέλουμε να ζήσουμε στην ίδια γη — στην Παλαιστίνη — πρέπει να ζήσουμε μαζί με τους άλλους.

Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, δεν μπορεί να είναι σιωνιστικό· και ουσιαστικά δεν με νοιάζει πώς θα ονομαστεί αυτή η γη.

Αυτή ήταν, τελικά, η ιστορία μου και η πορεία της συνειδητοποίησής μου».

Μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα του Ισραήλ – Μέρος 2ο (vid)

Ροβεσπιέρος

Μοιραστείτε το