Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες – Μέρος 1ο
Σήμερα, σας καλώ να πάμε ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, κάπου στα τέλη της άνοιξης του 1922. Τότε, που στα λιμάνια της Ελλάδας καταφθάνουν, το ένα μετά το άλλο, καράβια φορτωμένα με ξεριζωμένους κατοίκους του Πόντου, οι οποίοι αφήνουν την περιουσία τους και φεύγουν όπως-όπως από τον τόπο τους, προκειμένου να σώσουν τις ζωές τους από το κυνήγι των τούρκων.
Στο πλευρό των τούρκων, μάλιστα, βρίσκονται και οι κούρδοι, οι οποίοι κάνουν φρούδα όνειρα πως θα οικειοποιηθούν την γη που αφήνουν πίσω τους οι έλληνες.
Το κυνήγι είναι τόσο έντονο και η καταστροφή τού ποντιακού ελληνισμού είναι τόσο εκτεταμένη ώστε πολλοί στις μέρες μας κάνουν λόγο για γενοκτονία. Μάλιστα δε, κατόπιν εισήγησης του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, το 1994 η βουλή αναγνώρισε την γενοκτονία και ανακήρυξε την 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για την Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο».
[…] Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια ψύχραιμη ματιά στην περίφημη «Μαύρη Βίβλο Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμό», την οποία εξέδωσε το 1919 το Οικουμενικό Πατριαρχείο.[1]

Η εν λόγω «Βίβλος» περιλαμβάνει μια συστηματική καταγραφή των πάσης φύσεως διώξεων, που εξαπέλυσε το τουρκικό κράτος κατά τη χρονική περίοδο 1914-1918 εις βάρος του ελληνικού στοιχείου, που ήταν εγκατεστημένο στην επικράτειά του.
Σύμφωνα με αυτή την καταγραφή τού Πατριαρχείου, το 1914 ο ελληνισμός αριθμεί στον Πόντο περί τις 400.000 ανθρώπους. Μια δεκαετία αργότερα, τα τρία τέταρτα απ’ αυτούς θα έχουν επιβιώσει είτε μετακινούμενοι σε άλλες περιοχές της Τουρκίας είτε μεταναστεύοντας προς την Ρωσία είτε, οι περισσότεροι, ερχόμενοι στην Ελλάδα.
Οι υπόλοιποι, κάπου 100.000 ψυχές, θα χάσουν την ζωή τους από τις -αναμφισβήτητες- τουρκικές διώξεις, από τις κακουχίες που πέρασαν κατά την μετανάστευσή τους, από την επιδημία της ισπανικής γρίπης του 1918 αλλά και από τις απάνθρωπες συνθήκες που αντιμετώπισαν όταν έφτασαν στην Ελλάδα.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, οι τούρκοι (οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται από τα ερείπια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και να φτιάξουν κράτος) φαίνεται να φόνευσαν -είτε άμεσα είτε έμμεσα- πάνω από 12-15% των ποντίων ελλήνων.
Ανάμεσα στους πόντιους που χάθηκαν, βρίσκονται και μερικές δεκάδες χιλιάδων που καταφέρνουν να φτάσουν στην Ελλάδα αλλά δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν από τις συνθήκες που συναντούν εδώ και από την συμπεριφορά που δείχνει απέναντί τους τόσο ο γηγενής πληθυσμός όσο και το επίσημο ελληνικό κράτος.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πτυχή της ποντιακής τραγωδίας η οποία αποσιωπάται συστηματικά από το επίσημο κράτος και από τους λογής-λογής εθνικόφρονες, ελληνόφρονες και ελλαδέμπορους των τελευταίων εκατό χρόνων.
Πράγματι, οι πρόσφυγες που καταφέρνουν να πατήσουν σε ελληνικό έδαφος, αντιμετωπίζονται είτε με αδιαφορία (στην καλύτερη περίπτωση) είτε με ανοιχτά εκδηλούμενη εχθρότητα από τις τοπικές κοινωνίες και τις αρχές τους.
Στην χώρα διασπείρεται η ολότελα ψευδής φήμη ότι οι «ξενομερίτες» πάσχουν από σοβαρές ασθένειες, όπως ο εξανθηματικός τύφος και η χολέρα. Στην πραγματικότητα, όσοι πρόσφυγες είναι πραγματικά άρρωστοι, πάσχουν κυρίως από δυσεντερία, αφού στο πολυήμερο ταξίδι τους δεν είχαν την πολυτέλεια της καθαριότητας κι αναγκάστηκαν να φάνε μολυσμένες τροφές και να πιουν βρόμικο νερό.
Όμως, η φήμη εξαπλώνεται και οι αρχές, προσπαθώντας να ηρεμήσουν την κοινωνία, στοιβάζουν όλους τους πρόσφυγες (άρρωστους και μη) σε λοιμοκαθαρτήρια.

Ουσιαστικά, τους φυλακίζουν, αφού ουδείς επιτρέπεται να βγει απ’ αυτά. Μόνο που τα λοιμοκαθαρτήρια της χώρας δεν είναι φτιαγμένα για να δέχονται χιλιάδες αρρώστων, οπότε η περίθαλψη που προσφέρεται σ’ αυτά είναι ανεπαρκέστατη. Έτσι, αντί να θεραπεύονται οι άρρωστοι, αρρωσταίνουν και οι υγιείς.
Από την ανεκτίμητης αξίας πεντάτομη έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών «Η Έξοδος», σταχυολογούμε ενδεικτικά μερικές μαρτυρίες επιζησάντων:
— Ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνού. Έναν μήνα μείναμε στην καραντίνα. Υποφέραμε από αρρώστιες. Κάθε μέρα κάποιον έθαβαν. Μια μάνα έθαψε έξι παιδιά της.[2]
— Πολλοί πέθαιναν από τύφο, λόγω του υπάρχοντος συνωστισμού. Εις όλο το διάστημα της λειτουργίας της καραντίνας απέθανον περί τις είκοσι χιλιάδες. Την ημέρα πέθαιναν ογδόντα έως εκατό.[3]
— Το πλοίο «Θέμις» που έφερε 4.000 ποντίους απ’ τον Καύκασο, όλοι πέθαναν. Από αρρώστιες πέθαναν. Και εξόν που πέθαναν, ο Άγιος Γεώργιος είχε γεμίσει και δε μπορούσαν να τους κατεβάσουν. Τους είχαν μέσα στο πλοίο. Όσοι πέθαιναν δεν τους κατέβαζαν. Τους έκαιγαν στο φούρνο για κάρβουνο. Όσοι απόμειναν τους κατέβασαν. Τρεις μήνες στάθηκε το «Θέμις» και δεν τους κατέβασαν.[4]
Αν τα παραπάνω ακούγονται ως υπερβολικά, ελάτε να διαβάσουμε μαζί ένα απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας «Εμπρός» εκείνης της εποχής. Το άρθρο έχει τίτλο «Η τραγωδία των ελλήνων της Ρωσσίας» και οι υπογραμμίσεις γίνονται από την εφημερίδα:
«Εν τελεία απογνώσει διατελούντες (σ.σ.: οι πρόσφυγες) και προ της απαισίας μορφής του χάρου, εις τον οποίον η πείνα καθημερινώς προσφέρει αναρίθμητα θύματα, ερρίφθησαν εις τα ναυλωθέντα υπό ιδιωτών ατμόπλοια πληρώσαντες ναύλον με τα ολίγα χρήματα, τα οποία εισέπραξαν από το τελευταίο ξεπούλημα των λειψάνων της κινητής περιουσίας των.
Τοιουτοτρόπως ήρχισε το μεταναστευτικόν ρεύμα εκ Ρωσσίας υπό τα χειροτέρας και φρικτάς συνθήκας δια τους μεταναστεύοντας, αλλά και υπό τας δυσμενεστέρας και δυσχερεστέρας περιστάσεις της Πατρίδος, εις τους κόλπους της οποίας καταφεύγουσιν ούτοι ωσάν εις παράδεισον φεύγοντας από την κόλασιν της Ρωσσίας.
Πού να φαντασθούν οι κακόμοιροι, ότι κατόπιν τόσων βασάνων και μαρτυρίων και εδώ δεν τους περιμένει καλλιτέρα τύχη;
Οι μέχρι σήμερον μεταναστεύσαντες πρόσφυγες εκ Ρωσσίας ανέρχονται εις 14 χιλιάδας περίπου. Εκ τούτων οι επί του τελευταίου ατμοπλοίου «Κίος» αφιχθέντες 5.400 απεστάλησαν εις Μακρόνησον, ένθα εγένοντο αι απαιτούμεναι εγκαταστάσεις. Οι δε εκ των πρώτων αφίξεων 8.600 κρατούνται εν τω λοιμοκαθαρτηρίω του Αγ. Γεωργίου και επί ατμοπλοίων.
Επειδή δεν ελήφθησαν εγκαίρως τα απαιτούμενα υγειονομικά μέτρα της αραιώσεως, της απομονώσεως, της επιβαλλομένης καθαριότητος και διαίτης, επί των 8.600 προσφύγων ήδη έχουσιν αποθάνη περί τους χιλίους διακοσίους εντός πεντήκοντα μόνον ημερών. Μεταναστεύσεις άνευ κρατικής προνοίας, άνευ λήψεως προηγουμένως πάντων των απαιτουμένων μέτρων τοιαύτα μόνον θλιβερά αποτελέσματα παρουσιάζουσι».[5]
Ανοίγουμε αγκύλη. Προσέξτε τον τρόπο με τον οποίο η εθνικόφρων εφημερίδα μιλάει για «πρόσφυγες εκ Ρωσσίας», αποφεύγοντας την λέξη «Πόντος» όπως ο διάβολος το λιβάνι και παραβλέποντας εκουσίως ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους πρόσφυγες κατέληξαν στη Ρωσία επειδή αναγκάστηκαν να φύγουν από τα πατρώα χώματα του Πόντου όπως-όπως.
Μη ξεχνάμε ότι εκείνες τις ημέρες ήταν αδήριτη πολιτικά η ανάγκη να συνδεθεί η προσφυγιά με τις διώξεις «υπό των ανταρτικών κατά των Σοβιέτ συμμοριών και υπ’ αυτής της Σοβιετικής αρχής», όπως αναφέρεται στο ίδιο άρθρο.
Όπου δεν παραλείπεται να σημειωθεί και ότι «οι έλληνες της Ρωσσίας το πέμπτον ήδη έτος του μπολσεβικισμού ζουν με βάσανα και μαρτύρια φρικιαστικά και ανεκδιήγητα». Κλείνουμε την αγκύλη και πάμε σιγά-σιγά να κλείσουμε και το σημερινό κείμενο.

Κι αν σας παραξένεψε αυτό που διαβάσατε πριν λίγο περί Μακρονήσου, κάνετε λίγη υπομονή. Το ταξίδι μας μόλις άρχισε και θα μας πάρει λίγες μέρες για να το ολοκληρώσουμε, πολύ περισσότερο δε αφού δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα ταξιδεύουμε σε καθημερινή βάση.
Εννοείται ότι ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να κάνει όσους παραλληλισμούς του τότε με το τώρα νομίζει. Το ιστολόγιο δεν θα παρέμβει, εφ’ όσον αρέσκεται να υπερηφανεύεται για το επίπεδο σκέψης των αναγνωστών του.
Συνεχίζεται με το 2ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Η πιο πρόσφατη έκδοση της «Μαύρης Βίβλου Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού» έγινε από τις «Εκδόσεις Αρσενίδη» το 1996 σε έναν τόμο 418 σελίδων.
[2]. Μαρτυρία Ευγενίας Γαλανού, από την Τραπεζούντα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[3]. Μαρτυρία Χαράλαμπου Τσαχουρίδη, από την Τραπεζούντα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[4]. Μαρτυρία Ιωάννου Παναγιωτίδη, από την Αργυρούπολη¨: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[5]. Εφημερίδα «Εμπρός», 21/7/1922, σελ. 2.
Πηγή: Cogito Ergo Sum
 
 