Από την Κριτική Σκέψη στη Βία της Πειθάρχησης

Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο σε Καθεστώς Επιτήρησης

Κατά την τελευταία πενταετία, η δημόσια Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αναδιάρθρωσης πρωτοφανούς σε ένταση, έκταση και ιδεολογική φόρτιση.

Πίσω από τα αφηγήματα περί «αριστείας» και «λογοδοσίας» υποκρύπτεται μια συνειδητή στρατηγική μετατροπής των πανεπιστημίων σε χώρους εμπορικά ευέλικτους, οικονομικά ανταποδοτικούς και πολιτικά πειθαρχημένους.

Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρίσκεται η αφομοίωση εργαλείων διοίκησης και λειτουργίας που αντλούνται από τα αγγλοσαξονικά πανεπιστημιακά μοντέλα, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας.

Ωστόσο, ακόμα και με τεχνοκρατικούς όρους αυτά τα μοντέλα βρίσκονται σήμερα σε βαθιά κρίση: Μαζικές απολύσεις, υποχρηματοδότηση, αύξηση διδάκτρων και επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων αποτελούν τον κανόνα.

Σύμφωνα με στοιχεία του βρετανικού συνδικάτου πανεπιστημιακών UCU, πάνω από 5.000 ακαδημαϊκές θέσεις βρίσκονται υπό απειλή μέσα στο τρέχον ακαδημαϊκό έτος, με πιθανές συνολικές απώλειες έως 10.000 θέσεις, λόγω του σχεδιασμού περικοπών σε πάνω από 90 πανεπιστήμια.

Το συνολικό ποσό των απαιτούμενων περικοπών ξεπερνά τα 238 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας.

Από την Κριτική Σκέψη στη Βία της Πειθάρχησης
Από την Κριτική Σκέψη στη Βία της Πειθάρχησης

Ακόμα και τα κορυφαία και πολυδιαφημισμένα πανεπιστήμια του Russell Group δεν έμειναν ανεπηρέαστα από την κρίση, καθώς περισσότερα από δέκα πανεπιστήμια της ομάδας αυτής «ελίτ πανεπιστημίων» (περίπου το 1/4) έχουν προχωρήσει σε περικοπές προσωπικού ή εθελούσιες αποχωρήσεις.

Ενώ λοιπόν το αγγλοσαξονικό μοντέλο βρίσκεται σε μια πρωτοφανή στην Ιστορία του κρίση, τα εργαλεία που οδήγησαν σε αυτά τα αδιέξοδα εξιδανικεύονται και εισάγονται ως «λύση αριστείας» στον ελληνικό χώρο.

Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση ενός ιδιότυπου μοντέλου – καρικατούρα. Αφενός, το πανεπιστήμιο έχει απολέσει και τα τελευταία ψήγματα αυτοδιοίκητου, με το υπουργείο να παρεμβαίνει διαρκώς – ακόμα και σε απλά ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας.

Αφετέρου, οι πανεπιστημιακές υπηρεσίες κατακλύζονται από τιμωρητική γραφειοκρατία: Κενές περιεχομένου πιστοποιήσεις, συνεχείς απογραφές και αλληλεπικαλυπτόμενοι μηχανισμοί ελέγχου, που οδηγούν σε διοικητική συμφόρηση και φθορά. Η αποτυχία του θεσμικού αυτού πλαισίου είναι εμφανής.

Ο λεγόμενος «νόμος Κεραμέως» (Ν. 4957/2022), που προωθήθηκε ως τομή στην οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, ανέδειξε τη βαθιά ασυμβατότητα ανάμεσα στην ιδεοληπτική ρητορική και στην πανεπιστημιακή πραγματικότητα.

Η ακραιφνής του ιδεολογικοποίηση και η έμφασή του σε έναν παρωχημένο και «εισαγόμενο» διοικητισμό δεν εγγυώνται την απρόσκοπτη υλοποίησή του.

Μην ξεχνάμε πως η εφαρμογή του νέου συστήματος εκλογής μελών ΔΕΠ έχει ήδη ανασταλεί πολλαπλά, ενώ απαιτούνται συνεχείς ερμηνείες του νόμου από το υπουργείο και τα γνωμοδοτικά όργανα, ώστε να μην παραλύσει η λειτουργία του πανεπιστημίου.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ). Ενώ παρουσιάστηκε ως εργαλείο «ενδυνάμωσης» φοιτητών και Τμημάτων, στην πράξη λειτούργησε ως μηχανισμός αποκλεισμού. Η τεχνητή άνοδος των βάσεων και ο «πληθωρισμός μορίων» βασίστηκαν στον αποκλεισμό δεκάδων χιλιάδων υποψηφίων.

Η σκοπιμότητα γίνεται προφανής αν αναλογιστεί κανείς τη ζέση της κυβέρνησης υπέρ των ιδιωτικών κολεγίων, τα οποία επαναβαπτίζονται ως «πανεπιστήμια» με συνοπτικές διαδικασίες.

Τελευταίο κρίκο αυτής της αλυσίδας αποτελούν και τα μέτρα που αφορούν τις διαγραφές και τις πειθαρχικές διώξεις φοιτητών.

Η δημιουργία επιπλέον μηχανισμών αποκλεισμού φοιτητών από την Εκπαίδευση, η εμπέδωση της αστυνομικής παρουσίας στα πανεπιστήμια και η ποινικοποίηση της φοιτητικής συμμετοχής δεν προάγουν την «ευταξία», όπως διακηρύσσεται. Αντίθετα, αποσκοπούν στην πειθάρχηση, στην αποπολιτικοποίηση και τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε έναν χώρο αποκομμένο από τις κοινωνικές του ρίζες και υποχρεώσεις.

Η συγκυρία είναι κρίσιμη. Εν μέσω συνθηκών εργασιακής επισφάλειας και διευρυμένων ανισοτήτων, το πανεπιστήμιο παύει να αντιμετωπίζεται ως θεσμός κοινωνικής κινητικότητας και μετατρέπεται σε αντικείμενο κοινωνικού ελέγχου και εργαλείο κερδοφορίας.

Και εδώ τα παραδείγματα από τις αγγλοσαξονικές μητροπόλεις του καπιταλισμού, «φάρους έμπνευσης» για το υπουργείο Παιδείας στην Ελλάδα, είναι ενδεικτικά.

Σύμφωνα με έρευνα αποτύπωσης της εμπειρίας καθηγητών αμερικανικών πανεπιστημίων (με δείγμα 6.269 συμμετεχόντων), ποσοστό 14% δήλωσε πως είτε διώχθηκε είτε απειλήθηκε με πειθαρχική διαδικασία εξαιτίας της πολιτικής διάστασης της δημόσιου λόγου του.

Αν ο προφανής στόχος του νέου αυτού αυταρχισμού είναι η πολιτική πειθάρχηση, ο λιγότερο ορατός – και σίγουρα πιο κρίσιμος – είναι αυτός της επιστημονικής αυτολογοκρισίας.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 35% των καθηγητών αμερικανικών πανεπιστημίων παραδέχτηκε πως περιόρισε ή μετρίασε την κοινωνικοπολιτική διάσταση της επιστημονικής του δραστηριότητας, υπό τον φόβο αντιδράσεων ή αμφιλεγόμενων ερμηνειών.

Το ποσοστό αυτό, υπογραμμίζει η έκθεση, είναι σημαντικά υψηλότερο και από την αντίστοιχη απογραφή που είχε πραγματοποιηθεί κατά τη διαβόητη εποχή Μακάρθι.

Η κοινωνία και η πανεπιστημιακή κοινότητα οφείλουν να δουν λοιπόν τη συνολική εικόνα. Η κρίση δεν είναι τεχνοκρατική ή διοικητική. Δεν είναι κρίση αδυναμίας υιοθέτησης διεθνών «καλών πρακτικών». Το διακύβευμα είναι πρώτιστα πολιτικό.

Από την Κριτική Σκέψη στη Βία της Πειθάρχησης
Από την Κριτική Σκέψη στη Βία της Πειθάρχησης

Πρόκειται για μια στρατηγική αποδόμησης του δημόσιου και δημοκρατικού χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Και απέναντι σε αυτήν τη συντονισμένη επίθεση απαιτείται μια συλλογική, δημοκρατική και ανυποχώρητη απάντηση.

Σε περιόδους αυταρχισμού και κοινωνικής έντασης τα πανεπιστήμια στοχοποιούνται πρώτα – και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ιστορικά, αποτελούν θεσμούς με εγγενή ικανότητα να παράγουν κριτική σκέψη, να καλλιεργούν συλλογικότητα και να αρθρώνουν λόγο που δεν υποτάσσεται άκριτα στην εξουσία.

Γι’ αυτό ακριβώς η υπεράσπισή τους δεν είναι δευτερεύον ζήτημα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με μία από τις σοβαρότερες υπαρξιακές απειλές της Ιστορίας του.

Αν επιτρέψουμε την υπονόμευση της αποστολής του, θα χαθεί κάτι πολύ πιο ουσιαστικό από έναν θεσμό: Θα διαρραγεί ένας από τους ελάχιστους χώρους όπου η κοινωνία μπορεί ακόμη να στοχάζεται συλλογικά, να παράγει ρηξικέλευθη γνώση, να αμφισβητεί δημιουργικά και, τελικά, να οραματίζεται μια δικαιότερη κοινωνία.

Βασίλης Ιωακειμίδης

Καθηγητής, πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας
του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και επίτροπος Παιδείας
της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κοινωνικών Λειτουργών

Πηγή: Ριζοσπάστης

 

👁️ Διαβάστηκε 16 φορές