Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες – Μέρος 12ο

Συνέχεια από το 11ο Μέρος

Από το αρχείο του πρωθυπουργού, το οποίο τηρείται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, αλιεύουμε ένα τηλεγράφημα με ημερομηνία 6/9/1922 (24/8/1922 με το παλιό ημερολόγιο), τρεις μόλις ημέρες πριν οι τούρκοι μπουν στην Σμύρνη.

Είναι κρυπτογραφημένο και το απευθύνει ο γενικός διοικητής Χίου Ιωάννης Σταυρίδης προς τον πρωθυπουργό Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και τον υπουργό εσωτερικών Νικόλαο Στράτο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η αποκρυπτογράφηση έγινε απ’ ευθείας πάνω στο πρωτότυπο, προφανώς λόγω βιασύνης:

Επείγον πρόεδρον Κυβερνήσεως Υπουργόν Εσωτερικών

Από Κυριακής (σ.σ.: 21/8-3/9/1922) ήρχισαν αφικνούμεναι πολλαί οικογένειαι εκ Σμύρνης ων εσπευσμένη εκείθεν αναχώρησις και απαισιόδοξοι αφηγήσεις διασπείρουσι τρόμον στοπ. Εισηγούμεθα γνώμην απαγορευθή προσωρινώς αναχώρησις εκ Σμύρνης απάντων κατοίκων ή τουλάχιστον ομογενών.

Γενικός Διοικητής Χίου Σταυρίδης

Την ίδια ώρα, στο λιμάνι της Χίου (όπως και της Λέσβου) υπάρχουν αγκυροβολημένα δεκάδες καράβια, τα οποία περιμένουν την άδεια ή την εντολή να σπεύσουν στα μικρασιατικά παράλια για να παραλάβουν τον κόσμο, ο οποίος αναζητεί αγωνιωδώς τρόπους να ξεφύγει από την κόλαση που πλησιάζει. Μια άδεια ή μια εντολή. Δεν δόθηκαν ποτέ.

Ο διευθυντής του γραφείου τύπου και λογοκρισίας της αρμοστείας είναι κατηγορηματικός:

«Εάν υπήρχε και η ελαχίστη στοργή προς τον πληθυσμόν θα εσώζοντο πολλαί χιλιάδες, διότι εις τους λιμένας Μυτιλήνης και Χίου είχον συγκεντρωθή περί τα πεντήκοντα εμπορικά ατμόπλοια, τα οποία έμενον ακίνητα, καθ’ ην στιγμήν οι κάτοικοι εζήτουν έστω και μίαν λέμβον διά ν’ αναχωρήσουν. Αλλά τα ατμόπλοια έμενον εκεί ακίνητα και αχρησιμοποίητα κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως».[1]

Τελικά, βρέθηκε κάποιος να αντιδράσει, έστω και την ύστατη στιγμή. Ήταν ο υπουργός εσωτερικών Νικόλαος Στράτος, ο οποίος συνεννοήθηκε με τον υπουργό ναυτικών Ιωάννη Λεωνίδα και από κοινού ειδοποίησαν τα «απανταχού ανά τον κόσμον ελληνικά πλοία να σπεύσουν εις τα παράλια της Μικράς Ασίας», για να μαζέψουν τον κόσμο.

Προς τιμή των πλοικτητών, η ανταπόκριση ήταν άμεση και μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατέφθασαν πενήντα πλοία. Μαζί με τα πενήντα που βρίσκονταν σε Χίο και Μυτιλήνη, άρχισαν αμέσως το φόρτωμα. Ήταν μια τιτάνια επιχείρηση, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την κάλυψη ελληνικών πολεμικών πλοίων, που με τα κανόνια τους σημάδευαν τους τούρκους ώστε να τους αποτρέψουν από κάθε σκέψη επίθεσης κατά των «συνωστιζομένων» προσφύγων.

Η αλήθεια είναι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο σώθηκαν δεκάδες χιλιάδες μικρασιάτες έλληνες μέσα σε μια μόλις ημέρα. Δυστυχώς, χάρη στις κυβερνητικές επιλογές των προηγουμένων μηνών, άλλοι τόσοι και παραπάνω είχαν ήδη χαθεί. Το ημερολόγιο έδειχνε ήδη 13 Σεπτεμβρίου 1922 (31 Αυγούστου με το παλιό) και η Σμύρνη ήταν σωριασμένη σε αποκαΐδια…

Καθώς οι πρόσφυγες έχουν πάρει πλέον τον τραχύ και δύσβατο δρόμο τους, εμείς ας κάνουμε μια στάση κι ας ανοίξουμε τον πρώτο τόμο της «Εξόδου», για να δώσουμε τον λόγο σε κάποιους από εκείνους που σώθηκαν. Να σημειώσουμε ότι είναι λογικό αυτοί οι άνθρωποι να θεωρούν τον Στεργιάδη ως μοναδικό υπεύθυνο για τις συμφορές τους. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι δεν ήταν ο Στεργιάδης που είχε πάρει την απόφαση του αφανισμού τους.

— «Χιλιάδες κόσμος περίμενε στο λιμάνι νά ‘ρθουν πλοία από την Ελλάδα. Ήρθε ένα πλοίο. Ως στρατιώτης μπήκα μέσα. Τους πολίτες δεν τους άφηναν να μπουν· ήταν μόνο για τον στρατό. Είχα χαρά που γλύτωσα και λύπη που άφησα πίσω τους δικούς μου. Ήταν οι τρεις αδερφάδες μου και ο μικρότερος απ’ όλους αδερφός μου. Η μια μου αδερφή είχε πέντε παιδιά. η άλλη δύο, η τρίτη ήταν λεύτερη. Στην Μυτιλήνη είχε πολλά καΐκια και καράβια. Θα μπορούσαν να πάνε στο Αϊβαλί να γλυτώσουν τον κόσμο, που μάταια τα περίμενε. Ο λιμενάρχης όμως της Μυτιλήνης δεν άφηνε να φύγουν τα πλοία. Βρήκα ένα καΐκι που έφευγε κρυφά για το Αϊβαλί. Είπα να το ναυλώσω να φέρω απ’ εκεί τους δικούς μου. Μου είπε κάποιος να μην πάω, γιατί μπήκαν Τσέτες στο Αϊβαλί. Καλά που δεν πήγα. Αργότερα αιχμαλώτισαν το καΐκι και δεν μπόρεσε να γυρίσει πίσω».[2]

— «Λοιπόν, στις 24 Αυγούστου κατέβηκα στο Άκτσαϊ. Γεμάτο κόσμο. Μάταια περιμένουν οι άνθρωποι να φύγουν. Πού νά ‘ρθουν όμως πλοία! Ο εγκληματίας ο Στεργιάδης είχε δώσει εντολή να μην πάνε πλοία να πάρουν τους πρόσφυγες του Αδραμυττηνού κόλπου. […] Μερικοί δικοί μας δεν έφυγαν από το Αδραμύττι. Νόμιζαν ότι δεν θα γίνει τίποτα. […] Πάει, χάθηκαν, δεν τους ξανάδε κανείς. […] Φτάσαμε στην Μυτιλήνη. Δεν μας δέχτηκαν στην Χώρα· είχε πολλούς πρόσφυγες. Πήγαμε στο Πλωμάρι. Που λέτε, στην Μυτιλήνη ήταν τριάντα καράβια στο λιμάνι· ανάμεσα σ’ αυτά, το υπερωκεάνειο «Μεγάλη Ελλάς». Παρακαλούσαμε τις εκεί Αρχές να φύγουν τα βαπόρια, να πάνε στον Αδραμυττηνό κόλπο, να πάρουν τον κοσμάκη που περίμενε στο Άκτσαϊ και στην Σκάλα του Κεμεριού. Άκαρπες οι προσπάθειές μας».[3]

— Ο άντρας μου, σαν είδε πως χειροτερεύανε τα πράματα, μου λέει: «Να σας πάω στο Ντεμερτζιλί, να βρούμε καΐκι, να φύγουμε». Πάει, παίρνει την μαμά μου, τις αδελφές μου και κάτι πράματα μ’ ένα ζώο και πήγανε στην θάλασσα. Εμένα με το παιδί θα ‘ρχότανε μετά να μας πάρει. […] Στο Ντεμερζιλί που πήγανε, καθίσανε τρία μερόνυχτα. Πηγαίνανε καΐκια, κλέβανε κατσίκια, πρόβατα, αλλά ανθρώπους δεν παίρνανε. Την παραμονή τ’ Αη-Γιαννιού του Νηστευτή γυρίσανε. […] Βγήκαμε στην Χίο. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε. […] Τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μάς διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελαιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δεν φύγαμε. «Κερατά», του λέει ο άντρας μου, «εμείς είμαστε διωγμένοι, πού θες να πάμε;» […] Έναν μήνα μείναμε στην Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή..[4]

— Όταν πήγαμε στις Φώκιες, επειδή εγώ παρακινούσα τον κόσμο να φύγει, μ’ έπιασε ο υποδιοικητής, ο Ραπέσης, και μου είπε: «Τί είδατε και ξεσηκώνετε τον κόσμο;». Φώναξε και τον πατέρα μου και του είπε: «Πες στον γιο σου να σταματήσει, γιατί θα τον βάλω φυλακή». […] Από μακρυά φάνηκε ένα βαπόρι· ήταν του Πυρόκακου από την Σμύρνη. Είδε τον κόσμο στα νησάκια κι ήρθε να δει τι γίνεται. Εγώ εγνώριζα τον Πυρόκακο και τον παρακάλεσα να μας πάρει. Δυστυχώς, ο δήμαρχος ο Παπαγιάννης, εμπόδισε τον κόσμο να φύγει.[5]

— Ήρθε όμως η είδηση. «Φτάνουν οι Τσέτες, σφάζουν οι Τσέτες» και ο κόσμος έπεσε ομαδικά στους δρόμους. Η χωροφυλακή έπιασε τις εξόδους. Δεν τους άφηνε να φύγουν και προσπαθούσε να τους καθησυχάσει.[6]

— Το καράβι μάς έβγαλε στην Μυτιλήνη. Η Μυτιλήνη έκλεισε πόρτες και παράθυρα. Δεν μας δεχτήκανε. Όσοι πήγαν πρώτοι έμειναν στις εκκλησιές. Εμείς μείναμε οκτώ μέρες κάτω από τα δέντρα. Μετά ήρθε άλλο καράβι και μας πήρε. Μας πήγε στον Πειραιά. Δεν μας δεχτήκανε. Φωνάζανε ότι η Αθήνα έχει πολύ κόσμο. Μας πήγε συνέχεια στην Πάτρα. […] Ήρθε μια γρίτσα, η καημένη, μ’ ένα μπρίκι και μας έφερε καφεδάκι […]. Μας περιποιηθήκανε πολύ οι Πατρινοί, μέχρι που σκοτώθηκε ο Γούναρης. Μετά θυμώσανε, λες και φταίγαμε εμείς.[7]

— Μας πήγαν στον Βόλο. Κι από κει με τραίνο στα Φάρσαλα. Εγώ όμως εδώ υπόφερα πολύ. Στα βαπόρι έχασα τα πράματά μου. Έμεινα και γύρευα τα πράματά μου, και τα παιδιά μου τα είχαν βάλει στο βαγόνι. Έχασα και τα παιδιά μου. Μπήκα κι εγώ στο τραίνο, μα σ’ άλλο βαγόνι. Φώναζα κι έκλαιγα. Ζητούσα τα παιδιά μου, μα τίποτα. Κι όταν κατεβήκαμε απ’ το βαγόνι, βροχή, βροχή, σαν σκοινιά έπεφτε το νερό. Άνοιξαν οι ουρανοί, κατακλυσμός. Και μια ώρα έχει από το σταθμό για να πάμε στα Φάρσαλα. Έτσι, με βροχή, και τα παιδιά μου δεν τα ηύρα. Έκλαιγα, φώναζα σαν τρελή σ’ όλο το δρόμο. Τέλος φτάσαμε στα Φάρσαλα.

Μας έδωσαν από μία σκηνή να την στήσωμε πού; Στα χωράφια, μέσα στη λάσπη, πάνω στο νερό. Εγώ όμως είχα μια χαρά που βρήκα τα παιδιά μου. Σαν ησύχασα απ’ αυτά κι είδα πού βρισκόμασταν, μαζί με τους άλλους αρχίσαμε τα κλάματα και τη βουή. Πού να πλαγιάσωμε; Πού να κάτσωμε; Πού να σταθούμε; Ξημέρωσε κι ήμαστε ακόμη στο πόδι. Πήγαμε τότε όλοι, κάμαμε παράπονα και μας άνοιξαν την εκκλησία. Από τις κακουχίες και τα βάσανα αρρώστησε το παιδί μου. Κάθισα πάνω του. «Παναγία μου, όλα τα έχασα και την κόρη μου θα τη χάσω;». Τρεις-τέσσερις μήνες καθίσαμε στην εκκλησία. Το παιδί μου στον ένα μήνα έγινε καλά. Μετά μας κάμανε παράγκες σε ένα μέρος όπου η ομίχλη δεν σηκώνεται. Οι ντόπιοι φωνάζανε. «Οι πρόσφυγες έρχονται, εδώ πέρα να μην μπαίνουν». Και κλείνανε τις αποθήκες τους, και κλείνανε τα σχολεία τους, και κλείνανε τα καφενεία τους, και κλείνανε τα σπίτια τους. Να μην πλησιάσωμε, να μην αγγίζωμε πάνω τους, στην πόρτα τους, στους τοίχους των σπιτιών τους. Δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, ήμασταν μικρόβια.[8]

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες - Μέρος 12ο

Δεν ξέρω για σας αλλά εγώ άρχισα να κουράζομαι. Κυρίως ψυχικά. Ευτυχώς, πλησιάζουμε στο τέρμα του ταξιδιού μας. Λίγη υπομονή ακόμη…

Ολοκληρώνεται με το 13ο Μέρος

Σημειώσεις:

[1]. Μιχαήλ Ροδάς: «Η Ελλάδα στην Μικράν Ασίαν, 1918-1922», Μυτιλήνη, 1950.
[2]. Μαρτυρία Γεωργίου Μωυσή, από το Τσουρούκι: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[3]. Μαρτυρία Άννας Παρή, από το Αδραμύττι: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[4]. Μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη, από τα Βουρλά: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[5]. Μαρτυρία Αναστάση Χαρανή, από το Γκερένκιοϊ: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[6]. Μαρτυρία Μαρίας Χάππα, από το Τζιμόβασι: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[7]. Μαρτυρία Αγλαΐας Κόντου, από την Μαινεμένη: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[8]. Μαρτυρία Αννίκας Χαριτωνίδου, τουρκόφωνης ελληνίδας χριστιανής από το Κέσι, 370 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Άγκυρας: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος». Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 20% των ελλήνων μικρασιατών προσφύγων ήσαν τουρκόφωνοι.

Πηγή: Cogito Ergo Sum

Μοιραστείτε το