Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες – Μέρος 13ο

Συνέχεια από το 12ο μέρος

Καθώς πλησιάζουμε στο τέρμα του ταξιδιού μας, αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε ο Tύπος τους πρόσφυγες μετά την καταστροφή της Σμύρνης.

Στο 13ο τεύχος της ετήσιας έκδοσης «Ethnologia Balcanica» (έκδοση Lit, 2009), με θέμα «Μigration In, From, and to Southeastern Europe – Part I: Historical and cultural aspects», περιλαμβάνεται μια έρευνα της Γεωργίας Εγγλέζου για τους πρόσφυγες του 1922, βασισμένη στα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής.

Απ’ αυτή την έρευνα αντιγράφω και μεταφράζω μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα, ορμώμενα από δημοσιεύματα των πειραϊκών εφημερίδων «Σφαίρα» και «Σημαία»:

— Ωστόσο, φαίνεται πως υπήρξαν ντόπιοι οι οποίοι, αντί να προσφέρουν βοήθεια, ενδιαφέρθηκαν να βγάλουν λεφτά από τους πρόσφυγες. Ο τύπος ανέφερε περιπτώσεις κατοίκων που ζητούσαν παράλογα ενοίκια για τα σπίτια τους: «Οι τιμές για τα χαμόσπιτά τους είναι υψηλότερες από τις τιμές του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεττανία», έγραψε η Σφαίρα. Ο τύπος χαρακτήρισε αυτούς τους ανθρώπους ως «εκμεταλλευτές των άτυχων θυμάτων».

— Φαίνεται, ωστόσο, ότι η πλειοψηφία τού ντόπιου πληθυσμού ενδιαφέρθηκε ελάχιστα αν όχι καθόλου να βοηθήσει τους πρόσφυγες. «Την ώρα που τα νυχτερινά μαγαζιά είναι γεμάτα και οι νεόπλουτοι ξοδεύουν τα λεφτά τους -καλύτερα, τα σκορπίζουν- δεν περισσεύει δραχμή για την ανακούφιση των αδελφών μας που υποφέρουν; Τι ντροπή!»[1]

— Οι ντόπιοι σταδιακά αισθάνθηκαν ότι απειλούνται από τους πρόσφυγες και άρχισαν να εκφράζουν ανοιχτά την εχθρότητά τους. Ένοιωσαν ότι οι πρόσφυγες τους έπαιρναν τις δουλειές. Στις 19 Οκτωβρίου 1922, η Σημαία έγραψε:

«Οι εργάται του Τελωνείου, θορυβηθέντες εκ της ειδήσεως, ότι απεφασίσθη να τοποθετηθώσι και πρόσφυγες εις την κομιστικήν υπηρεσία, διατελούν εν εξεγέρσει και απεφάσισαν να αρνηθώσι διά παντός τρόπου και μέσου εις την πρόσληψιν τούτων, επικαλούμενοι την συνδρομήν και των άλλων Εργατικών Σωματείων».[2]

Σύμφωνα με τις εφημερίδες, φάνηκε ότι οι εργαζόμενοι είχαν την υποστήριξη και άλλων σωματείων, καθώς δεν ήθελαν να συμβεί το ίδιο πράγμα σε άλλα επαγγέλματα.

— Σε μια θρησκευόμενη χώρα, όπως η Ελλάδα, θα περίμενε κανείς ότι η εκκλησία θα έπαιζε ενεργό ρόλο στην εκστρατεία για την ενσωμάτωση των προσφύγων στην κοινωνία. Όμως, αυτό δεν συνέβη. Μαζί με την αδιαφορία του κλήρου, ο τοπικός τύπος καταδίκαζε την κατάληψη των ναών από τους πρόσφυγες, σαν να έφταιγαν οι πρόσφυγες γι’ αυτό.

Το αξιοσημείωτο για την εκκλησία είναι ότι δεν χρησιμοποίησε την δύναμη και την επιρροή της για να πείσει τους ντόπιους να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. Ούτε δικά της χρήματα διέθεσε ούτε τους πιστούς κάλεσε να προσφέρουν οικονομική βοήθεια. Οι ναοί χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινοί χώροι διαμονής αλλά μόνο μετά από αποφάσεις των τοπικών αρχών.

Ο τύπος, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να καταγγέλει ότι η παρουσία των προσφύγων στους ναούς απειλεί την υγεία των κατοίκων γύρω απ’ αυτούς. Ακόμη, οι εφημερίδες συμπέραναν ότι «η εντός των ναών μικτή παρουσία ανδρών και γυναικών συνιστά ιεροσυλία, κατά κάποιον τρόπο, λόγω των φυσικών και σαρκικών αναγκών και επιθυμιών αυτών των ανθρώπων».[3]

Αυτό που συμβαίνει με τον τύπο, είναι λίγο-πολύ συγκεκριμένο και απλό στην εξήγησή του, σαν απλή πειραϊκή αντίδραση: κάποιοι τα βάζουν με τους πρόσφυγες (για διάφορους λόγους, κυρίως προσωπικού συμφέροντος), ο τύπος σπεύδει να τους «εκφράσει» (ρίχνοντας έτσι νερό στον μύλο τους), η ανησυχία διαδίδεται (ψυχολογία του όχλου), ο τύπος καλείται να «εκφράσει» περισσότερους και εντονότερα… και πάει λέγοντας.

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες - Μέρος 13ο
Σημαία, 19/10/1922

Την απέχθεια για τους πρόσφυγες καλλιεργούν σχεδόν αποκλειστικά οι φιλομοναρχικές εφημερίδες, αφού οι επήλυδες είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία βενιζελικοί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εθνικιστής, βασιλόφρων και θαυμαστής τού Χίτλερ εκδότης τού «Πρωινού Λόγου» Νίκος Κρανιωτάκης πρότεινε το 1933 με άρθρο του στην εφημερίδα του να φορούν οι πρόσφυγες κίτρινο περιβραχιόνιο ώστε να μπορούν οι έλληνες να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν.

Από την πλευρά της, η Βραδυνή, σε άρθρο με τίτλο «Αφγανιστανούπολις», διαπιστώνει ότι οι πρόσφυγες βρώμισαν την Αθήνα και τον Πειραιά διότι… έτσι ήξεραν, έτσι είχαν μάθει και έτσι έκαναν:

«Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλλίτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικωτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους, ηρημώθησαν, τσόκαρα κροτούν εις τα κέντρα και κραυγαί χωρίων αντηχούν εις πλατείας. Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της, επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της.

Ευθύνην δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τους διαπράττοντας τας ασχημίας ταύτας. Αυτοί όπως ήξευραν και όπως ηδυνήθησαν έπραξαν. Μη έχοντες το αίσθημα της τάξεως, δεν ηδύναντο να την εκδηλώσουν, αγνοούντες δε την έννοιαν του καλού δεν ηδύναντο να την φανερώσουν. Την ευθύνην έχουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι δια την υγιεινήν, την τάξιν, την ευπρέπειαν. […] Αφήκαν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους να κατακτηθούν υπό του ψιλλικατσιδισμού, αδιαφορήσαντες όχι μόνον προς την ευπρέπειαν, αλλά και προς τα συμφέροντα των εμπόρων καταστηματαρχών, οι οποίοι πληρώνουν ακριβά ενοίκια, βαρείς φόρους, μεγάλους δασμούς, ριψοκινδυνεύουν κεφάλαια. Ταυτοχρόνως διά της μεταβολής των εμπορικών μας οδών εις μπαγιατοπάζαρα κατέστησαν δυσχερεστάτην την κυκλοφορίαν των διαβατών και των τροχοφόρων. […]

Αλλά όπως οι επερχόμενοι σωρηδόν εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εννοούν καλά και σώνει να εγκατασταθούν εις τας δύο ταύτας πόλεις, αν και μέχρι τούδε η κατοικία των ήτο κάποιον άγνωστον χωρίον, παρομοίως όλοι ζητούν να καταλάβουν την κεντρικωτέραν θέσιν μαζί με τον ταβλάν των, με την παράγκαν των, τα σηκωτάκια των, τα μπακαλιαράκια των, τα χαλβαδάκια των, τα γαλακτομπουρεκάκια των, τας τσουράπας των και τα ζωνάρια των. Εφθάσαμεν ούτω να γίνωμεν πόλις του Αφγανιστάν […]».[4]

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες - Μέρος 13ο
Εφημερίδα «Βραδυνή», 3/12/1923

Αντιπροσφυγικό μένος έτρεφε και ο «πολύς» Γεώργιος Βλάχος, ιδρυτής και εκδότης της φιλοβασιλικής-αντιβενιζελικής Καθημερινής, ο οποίος συνήθιζε να κάνει λόγο για «προσφυγική αγέλη» και δεν μπορούσε να χωνέψει την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων στους πρόσφυγες:

«Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; […] Αλλά είναι Έλληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Όταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος».[5]

Φυσικά, πλούσια πηγή αντιπροσφυγισμού απετέλεσαν οι περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι τούρκοι και έπρεπε να αποδοθούν στους πρόσφυγες που ήρθαν εδώ λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών. Βλέποντας τους τούρκους να φεύγουν, οι ντόπιοι ορέχτηκαν αυτές τις περιουσίες και, φυσικά, οι πρόσφυγες γίνονταν εμπόδιο στα σχέδιά τους να τις αρπάξουν. Έτσι, ξέσπασαν αιματηρές συμπλοκές σχεδόν παντού όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, με μεγαλύτερη (τι ειρωνεία!) εκείνη στο Κιούπκιοϊ Σερρών (την γενέτειρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή) τον Νοέμβριο του 1924, η οποία προκάλεσε και σχετική συζήτηση στην Βουλή.

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες - Μέρος 13ο
Εφημερίδα «Εμπρός», 9/11/1924 (πρωτοσέλιδος τίτλος και άρθρο στην 4η σελίδα)

Κάπου εδώ, λέω να ολοκληρώσουμε το ταξίδι μας. Θα μπορούσαμε να το συνεχίσουμε για πολλές-πολλές μέρες ακόμη αλλά δεν νομίζω ότι θα συναντήσουμε πλέον κάτι καινούργιο, κάτι άγνωστο.

Ο στόχος μας ήταν εξ αρχής να δούμε και να συνειδητοποιήσουμε το τότε ώστε να ερμηνεύσουμε και να αντιληφθούμε ορθότερα το τώρα. Δεν ξέρω αν τα πήγα καλά στην θέση τού οδηγού αλλά, τουλάχιστον, προσπάθησα να είμαι ειλικρινής και να μη ξεφύγω από τον δρόμο που χάρασσαν τα στοιχεία και τα ντοκουμέντα που είχα στην διάθεσή μου. Όπως προσπάθησα να αποφύγω και κάθε προσωπική κρίση, αφήνοντας στον συνταξιδιώτη αναγνώστη την ικανοποίηση να σχηματίσει και να εκφέρει την δική του.

Ελπίζω να ξαναβρεθούμε σύντομα σε κάποιο άλλο ταξίδι. Από τούτο, κρατώ ως ενθύμιο δυο φράσεις από δυο μαρτυρίες προσφύγων:

«Έναν μήνα μείναμε στην Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή» και «Η Μυτιλήνη έκλεισε πόρτες και παράθυρα, δεν μας δεχτήκανε».

Αναρωτιέμαι ποια στάση κρατούν σήμερα οι απόγονοί τους με τα δικά τους κουφώματα…

Σημειώσεις:

[1]. Εφημερίδα «Σφαίρα», 9/9/1922.
[2]. Το εντός εισαγωγικών κείμενο δεν είναι μετάφραση αλλά ακριβής καταχώριση του άρθρου της εφημερίδας «Σημαία» 19/10/1922. (Πρώτη φωτογραφία με το κόκκινο πλαίσιο).
[3]. Σύμφωνα με την ερευνήτρια, το σχετικό απόσπασμα προέρχεται από την Εφημερίδα «Σημαία» της 21/11/1922. Πρόκειται για λάθος, αφού έριξα μια ματιά στο συγκεκριμένο φύλλο της εφημερίδας και δεν βρήκα κάτι τέτοιο. Συνεπώς, κρατώ το κείμενο με επιφύλαξη, αφού δεν μπορώ να βεβαιώσω την πηγή του.
[4]. Εφημερίδα «Βραδυνή», 3/12/1923.
[5]. Εφημερίδα «Καθημερινή», 19/7/1928.

Πηγή: Cogito Ergo Sum

Μοιραστείτε το