Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες – Μέρος 2ο
Στο προηγούμενο σημείωμά μας κάναμε αναφορά στην κατάσταση που συνάντησαν οι -ελληνικής καταγωγής, μη το ξεχνάμε!- πρόσφυγες μόλις έφτασαν στην Ελλάδα.
Όλα αυτά δεν ήσαν παρά ένας ακόμη κρίκος στα βάσανα και την ταλαιπωρία που υπέστησαν από την στιγμή που εγκατέλειψαν τον τόπο τους. Και λέμε «ένας ακόμη», μιας και δεν ήσαν λίγα όσα τράβηξαν κατά το πολυήμερο ταξίδι τους στον δρόμο της προσφυγιάς.
Οι μαρτυρίες από την «Έξοδο», του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, είναι αποκαλυπτικές:
— «Το ταξίδι από την Σαμψούντα μέχρι την Πόλη, διήρκεσε πέντε μέρες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα μας θέριζε η δίψα. Τραβούσαμε νερό από την θάλασσα και το βράζαμε για να πιούμε. Συνέχεια πέθαιναν στο βαπόρι, τους ρίχνανε στη θάλασσα τους πεθαμένους».[1]
— «Χριστούγεννα του 1922 και Φώτα του 1923 ήμαστε στο Τιρέμπουλους της Συρίας, παραλιακή πόλη. Μας θέριζε η αρρώστια. Είχε πέσει τύφος και χολέρα. Μας βάλανε όλους σ’ ένα πλοίο και μας κρατήσανε στη θάλασσα, σαράντα μέρες καραντίνα. Από κει, μας πήγανε στο Μπαϋρούτ. Μάιος του 1923 ήτανε, μπήκαμε σ’ ελληνικό πλοίο και ήρθαμε Ελλάδα».[2]
Οπωσδήποτε, το δράμα όσων κινήθηκαν νότια, προς την Συρία, είναι ανείπωτο αλλ’ αυτό δεν σημαίνει πως πέρασαν καλύτερα εκείνοι που ταξίδεψαν μέσω της Πόλης.
Μπορεί τότε να μην υπήρχαν Μόριες και Αμυγδαλέζες αλλά υπήρχε το διαβόητο στρατόπεδο στο Σελιμιέ:
— «Για καραντίνα το είχανε, ένας μεγάλος κισλάς (σ.σ.: στρατώνας) ήτανε. Τι είδανε τα μάτια μας εκεί μέσα και πώς βγήκαμε ζωντανοί! Το συσσίτιο ήτανε ένα μαύρο ζουμί με μαϊμούδια μέσα και καμμιά φορά έβλεπες και κανένα φασόλι. Η αρρώστια κι ο θάνατος δεν λέγονταν. Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι, χάμω στις πλάκες, με ανθρώπους που πεθαίνανε. Τους πεθαμένους, κάθε μέρα πενηνταριές και κατοσταριές, τους βγάζανε με καροτσάκι και τους ρίχνανε σ’ ένα μεγάλο λάκκο σε μια ερημιά. Ο Θεός έβαλε το χέρι του και βγήκαμε ζωντανοί, όσοι γλιτώσαμε».[3]
Σίγουρα, ο αναγνώστης θυμάται την αηδία που ένοιωσε πριν λίγα χρόνια από τον τρόπο με τον οποίο οι «ξύπνιοι» έλληνες επιχειρηματίες έπεσαν πάνω στους πρώτους σύρους πρόσφυγες που έφτασαν στον τόπο μας, για να τους γδάρουν.

Όντως, είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς την «ειδική χρέωση για ξένους» του wi-fi, τα πέντε ευρώ για ενα μπουκαλάκι νερό ή τα δέκα ευρώ για φόρτιση του κινητού.
Και όμως, παρόμοια ληστρική επίθεση από τους ντόπιους υπέστησαν οι -ελληνικής καταγωγής, το ξαναλέμε!- πρόσφυγες πριν έναν αιώνα:
— «Στον Άγιο Γεώργιο (σ.σ.: λοιμοκαθαρτήριο στο Κερατσίνι), όπου υπηρέτησα ως υπάλληλος, πολλοί έρχονταν από τον Πειραιά με καΐκια στην καραντίνα και έκλεβαν ρουχισμό και άλλα πράγματα. Άνοιγαν στα απολυμαντήρια τα δέματα κι έκλεβαν μηχανές, χαλιά και άλλα. Ερχόταν ένα βαπόρι φορτωμένο με πρόσφυγες και πράγματα. Κατέβαζαν τους ανθρώπους και τους οδηγούσαν αμέσως στα απολυμαντήρια: Κόψιμο τα μαλλιά αντρών και γυναικών και ίσια για τα λουτρά. Τα πράγματα έμεναν. Τα κατέβαζαν και τα στοίβαζαν κάτω από μια στέγη του απολυμαντηρίου και τα απολύμαιναν».[4]
Το ότι η απαράδεκτα σκληρή στάση τού ντόπιου πληθυσμού απέναντι στους πρόσφυγες οφειλόταν στον φόβο των επιδημιών, είναι μεν αλήθεια, πλην όμως είναι μισή.
Πέρα από τον φόβο των επιδημιών, ήταν κι ένας απροσδιόριστος φόβος ότι οι πρόσφυγες θα καρπώνονταν τα προνόμια των γηγενών και, ίσως-ίσως, ακόμη και τις περιουσίες τους.
Για την φούντωση αυτού του φόβου φρόντισαν εκείνοι που ήθελαν να τον εκμεταλλευτούν προς δικό τους -πολιτικό ή οικονομικό- όφελος.
Έτσι, οι «τουρκόσποροι» έγιναν εύκολα στόχος:
— «Σ’ όλα τα μέρη δυσκολία βρίσκαμε. Άσκημα και ξένα μας φαίνονταν. Μιλούσαμε τούρκικα, δεν μας καταλαβαίνανε και μας βρίζανε κιόλας οι ντόπιοι».[5]
— «Η πρώτη σκάλα που πιάσαμε στην Ελλάδα ήταν η Λευκάδα. Δε μας χώνευαν καθόλου εκεί. Μας λέγανε: «Δεν βούλιαζε καλύτερα το πλοίο σας, να πνιγείτε κι εσείς μαζί! Τρώτε το ψωμί μας». Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε λιγοστό ψωμί. Το μοιράζανε με δελτίο. Μπορεί να είχαν δίκιο. Είχαμε όμως κι εμείς δίκιο. Στον τόπο μας δεν μας έλειπε τίποτε. Γιατί να υποφέρουμε τώρα;»[6]
Όσο κι αν ο κανόνας περιγράφεται με όσα είπαμε ως τώρα, αξίζει να σημειώσουμε ότι υπήρξαν και ανοιχτές τοπικές κοινωνίες, οι οποίες έδειξαν ανθρώπινο πρόσωπο.
Όπως η πατρίδα τού μεγάλου Νίκου Καββαδία, το Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς:
— «Την 1η Ιανουαρίου του 1923 βρισκόμαστε στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς. Από το Χαλέπι ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο του 1922. Στο Φισκάρδο παραμείναμε μέχρι το Μάιο του 1924. Εκεί ήμασταν περίπου τρεις χιλιάδες πρόσφυγες από διάφορα μέρη του Πόντου. Επίσης και στο Αργοστόλι υπήρχαν και στη Σάμη της Κεφαλονιάς.
Το μεν Φισκάρδο, ως κέντρον φιλελευθέρων πολιτών, μας υποδέχτηκε, μαζί με τα χωριά, και μας εφιλοξένησαν στα σπίτια τους μέχρι της φυγής μας από εκεί για την Μακεδονία.
Τουναντίον δε η Σάμη και δη στην Αγία Ευφημία (σ.σ.: Πύλαρος) ήσαν μισοπρόσφυγες (σ.σ.: αυτοί που μισούν τους πρόσφυγες, κατά το «μισέλληνες»). Μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους και, όταν αποβιβαστήκαμε στην Σάμη, άλλους ύβρισαν και άλλους εχλεύασαν. Τον δε εφοπλιστή Βερωτή που μας έφερε, τον ύβρισαν και αυτόν που μας έφερε».[7]

Μιας και μιλάμε για την Κεφαλλονιά, να πούμε ότι χρειάστηκε να περάσουν εφτά χρόνια για να δοθεί λύση στο πρόβλημα στέγασης των προσφύγων. Το 1929 απαλλοτριώθηκε μια έκταση στα νότια του Αργοστολιού (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το 3ο δημοτικό σχολείο), όπου οικοδομήθηκε ο αλήστου μνήμης «Προσφυγικός Συνοικισμός».
Ουσιαστικά, επρόκειτο για ένα μονοκόμματο κτηριακό συγκρότημα, τελείως προχειροφτιαγμένο, με ελάχιστες και άθλιες υποδομές, το οποίο άνετα θα το χαρακτήριζε κανείς ως γκέττο. Εκεί στοιβάχτηκαν οι πρόσφυγες επί 24 χρόνια.
«Ευτυχώς», ήρθε ο σεισμός του 1953 και ισοπέδωσε αυτό το γκέτο, συμβάλλοντας έτσι (έστω και de facto) στην ολοκληρωτική ένταξη των προσφύγων στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Κάπου εδώ θα κάνουμε μια στάση. Πάρτε μιαν ανάσα και επιστρατεύστε όλες τις αντοχές σας διότι το ταξίδι συνεχίζεται.
Υ/Γ.: Είχα ήδη κλείσει το σημερινό κείμενο, όταν έφτασε στην ηλεκτρονική μου θυρίδα ένα γράμμα με αναφορά στους «πρόσφυγες εκ Ρωσσίας», περί των οποίων κάναμε λόγο χτες.
Επειδή αξίζει τον κόπο να σταθούμε λίγο περισσότερο εδώ για να ρίξουμε μια καλύτερη ματιά και σε τούτο το «αξιοθέατο», υπομονή μέχρι το επόμενο σημείωμα.
Συνεχίζεται με το 3ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Μαρτυρία Σοφίας Χατζίδου, από το Χατζίκιοϊ: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[2]. Μαρτυρία Αναστάσιου Βαρυτιμίδη, από την Νεοκαισάρεια: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[3]. Μαρτυρία Ιπποκράτη Πετρίδη, από την Νεοκαισάρεια: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[4]. Μαρτυρία Ιωάννη Παναγιωτίδη, από την Αργυρούπολη: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[5]. Μαρτυρία Αναστάσιου Καραγκιαούρογλου, από την Λαοδίκεια: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[6]. Μαρτυρία Σοφίας Χατζίδου, από το Χατζίκιοϊ: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[7]. Μαρτυρία Σταύρου Λαζαρίδη, από το Βεζύρ Κιοπρού: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
Πηγή: Cogito Ergo Sum