Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες – Μέρος 5ο

Στο προηγούμενο σημείωμά μας αναφέραμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την περί των ποντίων προσφύγων συζήτηση, η οποία έγινε στην βουλή στις 22 Ιουνίου 1922.

Πηγή μας ήταν ένα άρθρο από την εφημερίδα «Εμπρός» της επόμενης μέρας, το οποίο δημοσιεύσαμε ως φωτογραφία. Όσοι αναγνώστες έκαναν τον κόπο να μεγεθύνουν την φωτογραφία να διαβάσουν ολόκληρο το άρθρο, θα πρέπει να διαπίστωσαν ότι ο υπουργός Εσωτερικών Νικόλαος Στράτος είπε στην ομιλία του και τα εξής ενδιαφέροντα:

«Ήδη γίνεται εγκατάστασις εις Μακρόνησον όπου τοποθετούνται σκηναί και μαγειρεία, απολυμαντικοί κλίβανοι και όλα τα χρειώδη, πιστεύομεν δε ότι εντός δύο ημερών θα αρχίση η μεταφορά. Πρόκειται περί εγκαταστάσεως ολοκλήρου πληθυσμού μικράς πόλεως. Εχρησιμοποίησαν εν τούτοις παν ό,τι ήτο δυνατόν ούτως ώστε οι πρόφυγες να σωθούν κατόπιν της εγκαταστάσεώς των εις Μακρόνησον εξ όλων αυτων των δεινών».[1]

Ίσως, η αναφορά της Μακρονήσου να ξενίζει πολλούς αναγνώστες, μιας και αυτό το «διαβολονήσι» είναι στους περισσότερους γνωστό μόνον ως τόπος εξορίας των κομμουνιστών.

Ιστορικά, ας σημειώσουμε ότι, αν και βρίσκεται μια ανάσα από τις ακτές της Αττικής, η Μακρόνησος κατοικήθηκε ελάχιστα στο διάβα των αιώνων, αφού το έδαφός της είναι εξαιρετικά άγονο ενώ δεν έχει ούτε νερό.

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες - Μέρος 5ο
Εφημερίδα «Εμπρός», 10/6/1922

Οι ιστορικοί ερευνητές καταγράφουν τα τελευταία ίχνη ανθρώπινης ζωής στο νησί περί τις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δεκατρείς αιώνες για να ξαναπατήση άνθρωπος στην Μακρόνησο.

Αυτό έγινε κατά την διάρκεια των βαλκανικών πολέμων (1912-13), οπότε και μεταφέρθηκαν εκεί, ως αιχμάλωτοι, τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι μετά την λήξη των πολέμων. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το νησί χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης όσων ρώσσων στρατιωτών θεωρούνταν «ύποπτοι επί μπολσεβικισμώ». Και στις δυο περιπτώσεις, οι κρατούμενοι αποδεκατίστηκαν από τις αρρώστιες και τον υποσιτισμό.

Από τότε, το νησί ξαναερήμωσε, ώσπου φτάνει το ξημέρωμα της 10ης Ιουνίου 1922. Αν και την προηγούμενη μέρα η θυελλώδης συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης τελειώνει γύρω στα μεσάνυχτα, ο πρωθυπουργός Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης συγκαλεί αμέσως το υπουργικό συμβούλιο, για να συζητηθεί το πρόβλημα των ποντίων προσφύγων και να ληφθούν αποφάσεις.

Οι αποφάσεις λαμβάνονται πριν βγει ο ήλιος της 10ης Ιουνίου. Ας δούμε τι έγινε εκείνη την νύχτα, έτσι όπως τα καταγράφει η εφημερίδα «Εμπρός», η οποία κυκλοφορεί το ίδιο απόγευμα:

«Μετά την λήξιν της συνεδριάσεως (σ.σ.: της εθνοσυνελεύσεως) συνήλθε το Υπουργικόν Συμβούλιον εις σύσκεψιν καθ’ ην συνεζητήθη το ζήτημα της εγκαταστάσεως των προσφύγων. Απεφασίσθη δε όπως εγκατασταθούν όλοι εις την Μακρόνησον. Προς τούτο θα εγκατασταθούν σήμερον συνεργεία όπως συμπήξουν παραπήγματα και σκηνάς. Θ’ αρχίση δε και η τροφοδοσία των. Μετά την απολύμανσίν των και την εξυγίανσιν θα τοποθετηθούν εις διάφορα μέρη και άλλοι παρά ταις οικογενείαις των».[2]

Η επιλογή τού χώρου δεν είναι τυχαία. Παρ’ ότι το νησί βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το Λαύριο (2,5 ναυτικά μίλια, ήτοι 4,6 χιλιόμετρα) και διαθέτει ακτογραμμή μήκους 28 χιλιομέτρων, τα ισχυρά ρεύματα καθιστούν αδύνατη την δραπέτευση κάποιου απ’ αυτό, χωρίς εξωτερική βοήθεια.

Η μόνη επίσημα καταγεγραμμένη δραπέτευση είναι εκείνη του δεκανέα Γιάννη Λιβανίδη, ο οποίος κατάφερε να φτάσει κολυμπώντας απέναντι αλλά τον έπιασαν και τον έστειλαν πάλι πίσω.

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες - Μέρος 5ο
Μακρόνησος, 1922 [National Geographic]
Την εμπειρία τους από την «εξυγίανσή» τους στην Μακρόνησο, αφηγούνται οι ίδιοι οι πρόσφυγες και την μαρτυρία τους καταγράφει το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών στον τρίτο τόμο της πεντάτομης «Εξόδου»:

— «Στην Μακρόνησο άρχισαν νέα βάσανα και θάνατοι. Μας έκαναν καραντίνα. […] Έρημο νησί ήταν η Μακρόνησος. Ακατοίκητο. Όλο βράχια. Απ’ τους οχτώ χιλιάδες που έφερε το «Κίος», μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε. […] Την αρρώστια στη Μακρόνησο την αποχτήσαμε. Ζούσαμε μες στη βρώμα, στην πείνα και τη δίψα. Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μάς έφερνε από το Λαύριο νερό κι εκείνο γλυφό και λιγοστό.

Μας τάιζαν βρωμερά μακαρόνια, ελιές σκουλικιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος απ’ τη δίψα. Μας τάιζαν και αλμυρές ρέγγες, χαλασμένες και… καταλαβαίνεις. Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν, μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος.

Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτισαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους. […] Ξέχασα να σου πω ότι κάπου-κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ενα ψωμί το πουλούσαν μια λίρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι».[3]

— «Μας κατέβασαν στη Μακρόνησο, Αύγουστο μήνα. Μείναμε σαράντα μέρες στην καραντίνα. Ήταν επιδημία. Το βράδυ δεν είχες τίποτα και το πρωί σηκωνόσουν άρρωστος. Πέθαινε κόσμος. Μερικοί που μπαίναν στο νοσοκομείο γίνονταν καλά και, όταν βγαίναν έξω, δεν είχαν να φάνε και πέθαιναν».[4]

—«Μόλις πλησιάσαμε τη Σαλαμίνα, μαζί με πέντε-έξι πλοία φορτωμένα, απ’ τη Σαλαμίνα μάς φώναξαν: «Εϊ! Πού έρθετε! Εμείς εχάθαμε!». Μας εσήκωσαν απ’ τη Σαλαμίνα. Δεν μας ξεφόρτωσαν. Μας έφεραν στη Μακρόνησο. Μας έβαλαν σε κάτι θάμνους μέσα, με τα πράματά μας. Σκάψαμε κάτι έρημα μέρη, στήσαμε τέντες. Έστησαν κάτι σανίδια, μας έλουσαν, μας κούρεψαν. […]

Νερό δεν είχαμε. Ξερό είναι το νησί. Τα παιδιά φώναζαν. Ζητούσαν νερό. Βρήκαμε κάτι γλυφές πηγές. Μας τροφοδοτούσε ο Γιαννουλάτος. Ανέλαβε και έστησε σκηνές, μαγειρεία. Από εφτάμιση χιλιάδες άτομα πέθαναν οχτακόσιοι από πείνα και αρρώστειες. Χολέρα, τι ήταν, δεν ξέρω. Μας τάισαν κατσικίσιο κρέας και αρρωστήσαμε. Μια γυναίκα βγήκε απ’ τον τάφο, όπου τη θάψανε. Δεν είχε πεθάνει».[5]

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι οι πρόσφυγες που έφτασαν το 1922 στην Ελλάδα από τον Πόντο, ήσαν σχεδόν στο σύνολό τους είτε φτωχοί είτε πάμφτωχοι.

Όπως γράφει ο Ιωάννης Αβραμίδης από την Αργυρούπολη σε χειρόγραφο που παραχώρησε στους συντάκτες τής «Εξόδου»:

«Μεταβαίνοντες εις Ελλάδα, εγνωρίζομεν εκ των προτέρων ότι η Ελλάς είναι μικρόν κράτος και δεν θα αντεπεκρίνετο εις την συντήρησιν των πολλών προσφύγων, οι οποίοι συνέρρευσαν εκεί. Δεν είχομεν τα απαιτούμενα διά να μεταβαίνομεν εις άλλας πλουσίας χώρας, όπως έκαμαν πολλοί και μετέβησαν άλλοι εις Γαλλίαν και άλλοι εις Αμερικήν».

Στο βιβλίο που εξέδωσε το 1933 με τίτλο «Αυτοί που δέρνει ο άνεμος», ο πόντιος πρόσφυγας, κατοπινός βουλευτής της ΕΔΑ και δις «φιλοξενούμενος» της Μακρονήσου (μία ως πρόσφυγας και μία ως πολιτικός εξόριστος) Ευτύχιος Γιαρένης συγκλονίζει:

«Μα ποιό μέρος είναι αυτό, πώς το λέγανε; Δεν είχε ούτε ένα σπίτι, δεν είχε ούτε λίγο νερό να πιουν, να πλυθούν, να ξεβρωμίσουν, ένα δένδρο, λίγη βλάστηση; […] Χάθηκε τόσος τόπος, να βρεθεί μια άκρη, μια γωνιά σ’ ολόκληρη τη χώρα, που να έχει, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον νερό! Να ξεδιψάσουν αυτοί, να βρέξουν και τα φλογισμένα απ’ τον πυρετό χείλη των αρρώστων!

Κράτα την αναπνοή σου για να ακούσεις. Στηρίξου κάπου να μην πέσεις! Μακρόνησος. Έτσι λεγόταν ο τόπος, που πρωτόρθαμε στη μάνα γη. Μακρόνησος είναι το όνομα, που θυμίζει φρίκη και ντροπή. Γιατί μας φέρανε σ’ αυτό τον τρισκατάρατο τόπο; Ποιά εγκληματικά μυαλά το απεφάσισαν; Πουθενά, πουθενά δεν αναφέρεται, ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, για εξόντωση. Αυτό ας είναι μια μαρτυρία για αυτούς, που θα γράψουν τη μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας τη ντροπή εκείνη…»[6]

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες - Μέρος 5ο
Νεκροταφείο στη Μακρόνησο: Κάθε σταυρός αφηγείται μια ιστορία πόνου! Από το άκρο του στρατοπέδου, στο σούρουπο, οι λευκοί σταυροί ξεχωρίζουν σαν μικρά αστέρια. Στα δεξιά διακρίνεται αμυδρά η φιγούρα του νεκροθάφτη εν ώρα εργασίας

Μπορεί να είναι περιττό αλλά θα σημειώσω ακόμη μια φορά ότι οι πρόσφυγες στους οποίους αναφερόμαστε μέχρι τώρα σε τούτη την σειρά κειμένων, δεν είναι ούτε αφγανοί ούτε πακιστανοί ούτε σομαλοί ούτε άλλης εθνικότητας μουσουλμάνοι. Είναι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι του Πόντου, χριστιανοί ορθόδοξοι. Είναι οι πόντιοι, για την γενοκτονία των οποίων κατηγορούμε τους τούρκους.

Πριν κλείσουμε για σήμερα, επιτρέψτε μου μια παρατήρηση.

Αυτά τα κείμενα επ’ ουδενί σημαίνουν ότι το ιστολόγιο έχει κατά νου είτε να καταγράψει την ιστορία της προσφυγιάς είτε οποιοδήποτε άλλο μεγαλεπήβολο πλάνο. Αυτά ήδη τα έχουν κάνει άλλοι και πολύ καλύτερα.

Εδώ, ο στόχος είναι να καταγράψουμε εν περιλήψει τις πάμπολλες ομοιότητες αλλά και τις όποιες διαφορές (αν υπάρχουν) του τότε με το τώρα, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να βγάλει ασφαλέστερα τα δικά του συμπεράσματα και να χαράξει ορθότερα την δική του πορεία.

Συνεχίζεται με το 6ο Μέρος

Σημειώσεις:

[1]. Εφημερίδα «Εμπρός», 23ης Ιουνίου 1922.
[2]. Εφημερίδα «Εμπρός», 10ης Ιουνίου 1922, σελίδα 4.
[3]. Μαρτυρία Ιγνάτιου Ορφανίδη, από τον Άη-Έννες: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[4]. Μαρτυρία Σοφίας Παντελίδου, από την Αργυρούπολη: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[5]. Μαρτυρία Αλκιβιάδη Αφεντουλίδη, από την Αργυρούπολη: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος».
[6]. Ευτύχιος Γιαρένης: «Αυτοί που δέρνει ο άνεμος», Θεσσαλονίκη 1993.

Πηγή: Cogito Ergo Sum

Μοιραστείτε το