Το πιο σωστό πράγμα που έκανα είναι που εντάχθηκα στο ΔΣΕ
Ο Θανάσης Αλτάνης – «Διαμαντάκος» έφυγε την μέρα που διάλεξε εκείνος
Τον έλεγαν Θανάση Αλτάνη. Γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Περιστέρι (Μάντιτσι) στα βουνά της Υπάτης. Εκείνα τα βουνά που τα μονοπάτια τους τα έχουν χαράξει αγρίμια και αντάρτες. Κλέφτες και αρματολοί, αντάρτες ΕΛΑΣίτες και αντάρτες του ΔΣΕ.
Στην εφηβεία του έζησε το ξεσηκωμό της Εθνικής Αντίστασης. Το χωριό του ήταν από τα πρώτα που μπήκε ο Άρης να εμψυχώσει, να δώσει κουράγιο, αλλά και να φτιάξει το στρατό του και την επιμελητεία του.
Έτσι έγινε. Το χωριό ήταν «αντάρτικο». Ελεύθερο από κατοχικές δυνάμεις. Και την πρώτη φορά και τη δεύτερη.
Σ’ όλη τη διάρκεια της αντίστασης ο «Θανασάκος» βοηθούσε τους αντάρτες με διάφορους τρόπους, όπως όλα τα παιδιά του χωριού. Ο μικρότερος αδερφός του ο Νίκος μαζί του. Ο πατέρας του στον ΕΛΑΣ. Η μάνα του στο σπίτι.
Κι ύστερα η απελευθέρωση, ο Δεκέμβρης, το «δεύτερο αντάρτικο», ο ΔΣΕ.
«Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι». Η Οίτη και τα Βαρδούσια να δεις «βροντές».
Ο Θανάσης 20 κι ο Νίκος 19. Με τη μία βγήκαν κι οι δύο στο βουνό. Ο Θανάσης στη μεραρχία του Διαμαντή και μάλιστα στο λόχο διοικήσεως. Ο Νίκος αλλού. Σε άλλη αντάρτικη ομάδα.
Ο Θανάσης γνωριζόταν καλά με το Διαμαντή. Ήταν στον περίγυρό του κι ήταν ο μικρότερος. Δραστήριος, πρόθυμος κι έξυπνος.
Τον φώναζαν «Διαμαντάκο», ακριβώς επειδή ήταν ο μικρότερος της «παρέας». Έτσι μας έλεγαν άλλοι χωριανοί του που ήταν κι αυτοί στο ΔΣΕ με το Διαμαντή.
Εκείνος δεν έλεγε τέτοια. Ό,τι έλεγε, σεμνά το έλεγε. Χωρίς αυτοπροβολή και ιδιαίτερη αναφορά στον εαυτό του. Δεν του άρεσε. Ποτέ δεν επεδίωξε παράσημα και τιμητικές αναφορές.
«Αυτά τα χρόνια» έλεγε «ήταν τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου. Η πιο σωστή, η πιο χαρούμενη κι πιο μεγάλη απόφαση που πήρα σ’ όλη μου τη ζωή».
Έτσι είπε στην κόρη του τώρα στα τελευταία του.
Μάχες και περιγραφές. Αντάρτες και λύκοι. Ο γκιώνης. Αυτά ήταν τα «παραμύθια» που έλεγε στις κόρες του για να κοιμηθούν όταν ήταν μικρές. Κι ύστερα στις εγγονές του.
Το πέρασμα της φάλαγγας των άμαχων στη Θεσσαλία κι η μάχη στο «Ινί» στην κορυφή στα Βαρδούσια. Η σχολή αξιωματικών στο Καρπενήσι που δεν την τέλειωσε γιατί πλάκωσε ο στρατός.
Οι άλλες μάχες της μονάδας του. Η μάχη του Καρπενησιού και της Καρδίτσας. Όλοι μας τα έχουμε ακούσει από χίλιες φορές.
Το σπίτι κι ο σκύλος
Το σπίτι τους του το έκαψαν οι χίτες. Κι ο σκύλος του πήγε και τον βρήκε στο βουνό, δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, και στεκόταν ακίνητος δίπλα στο γυλιό του.
Λες και φύλαγε σκοπός. Λες και πήγε να του πει τα μαντάτα. Λες και κατάλαβε ότι δυσκολεύουν τα πράγματα και πήγε να τον φυλάει.
Ο αδερφός του ο Νίκος
Κι ύστερα η μεγάλη ιστορία της ζωής του. Αυτή που όταν την έλεγε κοκκίνιζε, φούσκωνε και έκλαιγε με λυγμούς. Ο αδερφός του ο Νίκος.
Ο Θανάσης είχε πρόσβαση σε καινούρια ρούχα, παπούτσια κλπ., μιας που ήταν στο λόχο διοικήσεως της μεραρχίας. Ο Νίκος όμως όχι. Κάποτε που συναντήθηκαν σε μια βουνοπλαγιά, είδε τα παπούτσια του αδερφού του τρύπια και άθλια.
«Νίκο πάρε τα δικά μου» – του είπε – «εγώ θα βρω άλλα».
Και χώρισαν.
Μετά δυο τρεις μήνες, είδε αυτά τα άρβυλα να τα φορά ένας άλλος αντάρτης.
– «Συναγωνιστή, πού τα βρήκες αυτά τα άρβυλα;» ρώτησε.
– «Τα πήρα από ένα σκοτωμένο δικό μας…» του απάντησε ο άλλος.
Πότε έχει γενέθλια αυτός ο Νίκος; Ποια ημερομηνία σκοτώθηκε; Πού; Πώς; Πέθανε ακαριαία; Άραγε τα αγρίμια τον έφαγαν νεκρό ή ζούσε ακόμα; Μακάρι να είχε σκοτωθεί με τη μία.
Ο Θανάσης δεν έμαθε ποτέ. Δε μάθαμε κι εμείς.
«Το πιο σωστό πράγμα που έκανα είναι που εντάχθηκα στο ΔΣΕ» – Ο Θάνατος του Διαμαντή κι ο τραυματισμός του Θανάση
Μάθαμε όμως πού και πώς σκοτώθηκε ο Διαμαντής. Το μέρος είναι απέναντι στο σπίτι που έφτιαξε στο χωριό του, στη θέση του καμένου σπιτιού. Μας το έδειχνε όποτε πηγαίναμε στο χωριό του.
«Να εδώ τον φάγανε το Διαμαντή».
Αλλά τον είδαμε και σκοτωμένο, όταν ένας χωριανός του πρώην χωροφύλακας, έφερε κάποτε και του έδωσε μια σειρά φωτογραφίες τραβηγμένες από τη δική τους πλευρά.
Ανάμεσα σ’ αυτές και μία που ήταν ο σκοτωμένος Διαμαντής πάνω σ’ ένα φορείο. Ίδιος ο Τσε σκοτωμένος ήτανε. Κι άλλες. Μια με ένα αεροπλάνο, μια με αιχμάλωτους αντάρτες κλπ.
Κι η τελευταία μάχη. Η μάχη της οπισθοφυλακής για να μπορέσουν οι πολλοί να φύγουν προς τη Μακεδονία και μετά στην Αλβανία κλπ.
Οι «πολλοί» τα κατάφεραν. Οι «τελευταίοι» που έμειναν πίσω, με τις οικογένειές τους, έτοιμοι να ακολουθήσουν στο «παραπέτασμα» (όπως το έλεγαν πάντα οι φασίστες) δεν τα κατάφεραν.
Έπεσαν σε παγίδα. Πολλοί σκοτώθηκαν. Περισσότεροι τραυματίστηκαν. Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους. Η μάνα του Θανάση, η Αγλαΐα, τον είδε να τρώει τη σφαίρα στον ώμο. Λίγο πιο κάτω αν ήταν θα τον άφηνε στον τόπο.
Κι ύστερα η φυλακή. Εκείνος φυλακή. Ο αδερφός του κάπου στο βουνό φαγωμένος από τα αγρίμια. Ο πατέρας του στη Μακρόνησο.
Κι η καλομοίρα η μάνα του στο δρόμο και να έχει να του πάει καμιά κουταλιά λάδι να σταθεί.
«Σαν τη δική μας ιστορία είναι χιλιάδες»
έλεγε με σεμνότητα.
Η Αθήνα και η οικογένεια
Μετά στο χάος της Αθήνας, όπου έψαχνε δουλειά σαν αποφυλακισμένος κι «επικίνδυνος κομμουνιστής».
Το γαλακτοπωλείο που δούλευε και κοιμόταν μέσα. Ο συνεταιρισμός των δοσάδων ρούχων… «ΠΕΣΑΜ».
Οι παράνομοι που τροφοδοτούσε με ρούχα κι ό,τι άλλο χρειαζόταν. Αλλά που κάποιους τους έκρυβε κιόλας. Και πολλή δουλειά. Πάρα πολλή δουλειά.
Οικογένεια. Τρεις κόρες. Τα βιαστικά βαφτίσια τον Απρίλη του 1967, γιατί ο νονός ήταν κομμουνιστής κι έπρεπε να διαφύγει κρυφά στο εξωτερικό.
Επαγγελματίας απαιτητικός, εργατικός, ακούραστος, έντιμος. Οικογενειάρχης τρυφερός, κουβαλητής, προκομμένος, ανοιχτοχέρης. Χαμογελαστός άνθρωπος πάντα.
Κι απαραίτητη η επίσκεψη στο χωριό. Κι η αναγκαστική στάση στον παπά τον «Ανυπόμονο» για «να τα πούνε».
Κλεινόταν στο «γεροντικό» κι εμείς απ’ έξω από τη μονή Αγάθωνος ψωνίζαμε ρίγανες και βοτάνια με τις ώρες, μέχρι να βγουν.
Κι ύστερα στο μπαλκόνι του να αγναντεύει τη ράχη που φάγανε το Διαμαντή και τη ρεματιά που τραυματίστηκε εκείνος ο ίδιος.
«Το πιο σωστό πράγμα που έκανα είναι που εντάχθηκα στο ΔΣΕ» – Οι «Αποστολές»
Κάποτε ήρθαν στο σπίτι του κάτι παιδιά από το ΚΣ της ΚΝΕ με κάμερα του 902. Ήταν τότε που η ΚΝΕ κι ο «Οδηγητής» έκαναν αφιέρωμα στη μεραρχία του Διαμαντή και στον ίδιον το Διαμαντή.
Τους είπε πολλά. Αλλά δε τα είπε όλα.
Μίλησε για τη μονάδα, για τις μάχες, για το Διαμαντή τον ίδιο. Συγκινήθηκε.
Μίλησε και για… «αποστολές». Αλλά δε μας έλεγε το περιεχόμενό τους. Πώς τελειώνανε; Τις σχετικές ερωτήσεις έκανε πως δεν τις άκουγε.
«Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε»,
έλεγε ο Ρίτσος. Λες και είχαν γνωριστεί.
Όλοι κάναμε τις ίδιες σκέψεις. Αλλά δεν τις είπαμε.
Για μια όμως αποστολή μας είπε. Του άρεσε να τη λέει αυτή την ιστορία. Τον έστειλαν λέει μια φορά να σκοτώσει έναν προδότη που έκανε ζημιά στην οργάνωση, σ’ ένα κοντινό χωριό. Πήγε στο σπίτι του, αλλά βρήκε τον πατέρα του προδότη μόνο του.
Είπε να τον περιμένει κι έπιασε κουβέντα με το γέρο. Έναν «καλό άνθρωπο του χωριού».
Ανοίχτηκαν κι ο αντάρτης μας του είπε γιατί πήγε και τι τον ήθελε το γιο του. Του είπε να τον νουθετήσει και να τον σταματήσει από τις βρομοδουλειές που κάνει. Κι έφυγε.
Ο Διαμαντής τον επιβράβευσε με τα λόγια του (μας έλεγε ο ίδιος), «για τη σοφία του».
Όλα τα χρόνια του πήγαινα δώρα τα καινούρια βιβλία που βγαίνανε για το ΔΣΕ και πιο πολύ για τη δράση του ΔΣΕ στη Ρούμελη. Διάβαζε και σχολίαζε:
«Καλά τα λέει ο τάδε», «Αυτός όλο για τον εαυτό του γράφει», «Τούτος λέει υπερβολές και ανακρίβειες».
Και πάντα μου έλεγε:
«Η προσωπική εμπειρία και περιγραφή δεν είναι ιστορία. Έχει πολύ υποκειμενισμό μέσα της».
Του πήγα λοιπόν κι εγώ το «Δοκίμιο». Το έλιωσε.
Όταν γιορτάστηκαν τα 70 χρόνια του ΔΣΕ, του έδωσαν δώρο αφίσες του ΔΣΕ με το όνομά του. Ήταν το πιο ωραίο δώρο που πήρε ποτέ. Το ένοιωσε σαν παράσημο. Έτσι έλεγε. Καλά έλεγε.
Στην τελευταία του μάχη, ήταν αντάρτης μέχρι την τελευταία στιγμή. Τον πάλεψε στα ίσια το χάρο. Νικήθηκε, αλλά δεν παραδόθηκε.
Έφυγε όποτε ήθελε εκείνος: Τη μέρα που θα γιόρταζε ο αδερφός του ο Νίκος. Χτες.
Τώρα στο ξόδι του θα τιμήσουμε δυο «δημοκρατικούς στρατιώτες». Το Θανάση και τον αδερφό του το Νίκο, για τον οποίο δεν έγινε ποτέ κηδεία.
Κι έτσι φεύγουν οι «δημοκρατικοί στρατιώτες».
Η «ζωντανή ιστορία» σε λίγο δεν θα υπάρχει. Κι είναι δυστυχώς φυσιολογικό και αναπόφευκτο.
Άρα το ρόλο της μεταφοράς της ιστορικής αλήθειας κι εμπειρίας στην άλλη γενιά, τον αναλαμβάνει η γενιά η… «από πρώτο χέρι». Η δική μας.
Υ/Γ.: Πάντα ήθελε στο πρώτο του παιδί να δώσει το όνομα του αδερφού του του Νίκου. Ήταν όμως κορίτσι κι έτσι το είπε Νικολέττα. Και μέσω αυτής είχα την τιμή να τον έχω πεθερό.
Πηγή: Κατιούσα