«Είμαι ειδικός της γενοκτονίας. Την αναγνωρίζω όταν τη βλέπω»
Η μαρτυρία ενός Ισραηλινού καθηγητή, πρώην αξιωματικού του IDF, για τη Γάζα
Το άρθρο που ακολουθεί αποτελεί μετάφραση ενός σημαντικού άρθρου που δημοσιεύτηκε στους New York Times (την εφημερίδα που υιοθέτησε περισσότερο από όλες την προπαγάνδα υπέρ του Ισραήλ) από έναν ισραηλινό καθηγητή, ειδικού στη μελέτη του Ολοκαυτώματος και των Γενοκτονιών.
Ο καθηγητής, με πολυετή εμπειρία στην ακαδημαϊκή έρευνα αλλά και βιωματικά ως πρώην αξιωματικός του Ισραηλινού Στρατού, επιχειρεί μια βαθιά ηθική και ιστορική ανάλυση του πολέμου στη Γάζα, ασκώντας δριμεία κριτική στις ενέργειες του Ισραήλ, καταθέτει ότι οι ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα, ιδίως μετά τον Μάιο του 2024, συνιστούν πλέον γενοκτονία σε βάρος του παλαιστινιακού λαού.
Αναγνωρίζει ότι η διαπίστωση αυτή υπήρξε επώδυνη για τον ίδιο, καθώς προέρχεται από σιωνιστικό περιβάλλον, υπηρέτησε στον Ισραηλινό στρατό και αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη των εγκλημάτων του ναζισμού.
Η μαρτυρία του, βασισμένη τόσο σε προσωπική όσο και σε επιστημονική τεκμηρίωση, προσφέρει ένα μοναδικό και θαρραλέο σχόλιο για τη σημερινή κατάσταση στη Γάζα, τη στάση της διεθνούς κοινότητας και το μέλλον της μνήμης του Ολοκαυτώματος.
Το άρθρο παραθέτει πλήθος στοιχείων για τη μαζική καταστροφή της Γάζας, τους χιλιάδες νεκρούς — κυρίως παιδιά — και τον συστηματικό εκτοπισμό του πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι οι ισραηλινές δηλώσεις και η ίδια η στρατιωτική τακτική συνιστούν πρόθεση εξόντωσης.
«Είμαι ειδικός της γενοκτονίας. Την αναγνωρίζω όταν τη βλέπω»
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι σιωνιστών στο Ισραήλ, υπηρέτησα ως στρατιώτης και αξιωματικός στον Ισραηλινό στρατό και έχω αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου στη μελέτη του Ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας.
Για δεκαετίες διδάσκω τι σημαίνει γενοκτονία, βασισμένος τόσο στην ακαδημαϊκή γνώση όσο και στις εμπειρίες μου ως πολίτης και ερευνητής σε ένα κράτος που γεννήθηκε μέσα από τα τραύματα της Ιστορίας. Παρόλο που πάντα με ενδιέφερε η ηθική ευθύνη που γεννά η μνήμη του Ολοκαυτώματος, ποτέ δεν περίμενα ότι θα βρεθώ στην οδυνηρή θέση να κατηγορώ τη δική μου χώρα για το έγκλημα της γενοκτονίας.
Όταν η Χαμάς επιτέθηκε στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023, παρακολούθησα όπως όλος ο κόσμος τα γεγονότα με φρίκη και οργή. Στις πρώτες εβδομάδες της ισραηλινής απάντησης στη Γάζα, έβλεπα ότι υπήρχαν στοιχεία για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Όμως, παρά τις φωνές πολλών επικριτών του Ισραήλ, θεωρούσα τότε ότι αυτά τα στοιχεία δεν επαρκούσαν για να μιλήσει κανείς για γενοκτονία.
Η κατηγορία της γενοκτονίας, όπως την όρισε ο Ραφαήλ Λέμκιν και τα Ηνωμένα Έθνη, απαιτεί σαφή πρόθεση εξόντωσης μιας ολόκληρης εθνικής, φυλετικής, θρησκευτικής ή εθνοτικής ομάδας.
Όσο περνούσαν οι μήνες, η πραγματικότητα στη Γάζα άλλαζε ραγδαία. Τον Μάιο του 2024, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις διέταξαν περίπου ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιους να εγκαταλείψουν τη Ράφα και να μετακινηθούν στη Μαουάσι, μια παραλιακή περιοχή χωρίς ουσιαστική υποδομή.
Την ίδια στιγμή, ο στρατός προχωρούσε στην καταστροφή μεγάλου μέρους της Ράφα και της υπόλοιπης Γάζας. Βλέποντας τη συστηματικότητα, το εύρος και το βάθος των ισραηλινών επιχειρήσεων, άρχισα να διαπιστώνω ότι δεν μπορούσα πλέον να αρνηθώ πως υπήρχε όχι μόνο πρόθεση, αλλά και υλοποίηση ενός σχεδίου εξόντωσης, που συμβάδιζε με δημόσιες δηλώσεις Ισραηλινών ηγετών.
Άκουγα τον πρωθυπουργό Νετανιάχου να υπόσχεται ότι οι εχθροί θα πληρώσουν «τεράστιο τίμημα» και ότι ο στρατός θα μετατρέψει τη Γάζα σε «ερείπια».
Διάβαζα δηλώσεις αξιωματούχων που παρομοίαζαν τους Παλαιστίνιους με «ανθρώπινα ζώα» και καλούσαν σε «πλήρη εξόντωση».
Έβλεπα πως η στρατιωτική στρατηγική δεν αφορούσε απλώς την αντιμετώπιση της Χαμάς, αλλά μια μεθοδική απόπειρα να καταστεί η Γάζα ακατοίκητη για τους Παλαιστινίους, είτε μέσω βομβαρδισμών και καταστροφής υποδομών, είτε μέσω πείνας, στέρησης νερού και ιατρικής περίθαλψης.
Ως ακαδημαϊκός, δεν βασίζομαι μόνο στα λόγια αλλά και στα δεδομένα. Σύμφωνα με ανεξάρτητες πηγές και την εφημερίδα Haaretz, ως το καλοκαίρι του 2024 είχαν καταστραφεί ή υποστεί σοβαρές ζημιές περίπου 174.000 κτίρια, που αντιστοιχούν στο 70% των υποδομών της Γάζας (τώρα το ποσοστό έχει ξεπεράσει το 92%).
Πάνω από 58.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί, μεταξύ των οποίων 17.000 παιδιά – αριθμοί ασύλληπτοι, που αντιστοιχούν σε ολόκληρες πόλεις. Χιλιάδες οικογένειες ξεκληρίστηκαν ολοσχερώς, ενώ δεκάδες χιλιάδες τραυματίστηκαν ή ακρωτηριάστηκαν.
Η Γάζα κατέχει πλέον το θλιβερό ρεκόρ με τον μεγαλύτερο αριθμό ακρωτηριασμένων παιδιών ανά κάτοικο στον κόσμο. Τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, οι υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης, οι καλλιέργειες και τα πάρκα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.
Η βία αυτή δεν περιορίζεται στην απώλεια ζωής ή στις υλικές καταστροφές. Είναι μια βία που στοχεύει στον αφανισμό της ίδιας της συλλογικής ταυτότητας και ύπαρξης των Παλαιστινίων ως λαού.
Οι συστηματικές μετακινήσεις, οι αποκλεισμοί, η πείνα και η έλλειψη στοιχειωδών μέσων επιβίωσης οδηγούν σε μια ανθρωπιστική καταστροφή χωρίς προηγούμενο. Κι όλα αυτά συμβαίνουν υπό την πλήρη κάλυψη ή την αδιαφορία των διεθνών οργανισμών, των ισχυρών κρατών και συχνά της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας.
Πολλοί μελετητές της γενοκτονίας είναι παραδοσιακά διστακτικοί στο να εφαρμόσουν αυτό τον όρο σε σύγχρονες συγκρούσεις, φοβούμενοι ότι θα απαξιωθεί το βάρος της λέξης ή θα εργαλειοποιηθεί για πολιτικούς λόγους.
Ωστόσο, η επιστήμη της γενοκτονίας – όπως τη διατύπωσε ο Λέμκιν – είναι απαραίτητο να διακρίνει το μοναδικό έγκλημα της προσπάθειας εξάλειψης μιας ομάδας από τα υπόλοιπα εγκλήματα πολέμου ή κατά της ανθρωπότητας.
Στην περίπτωση της Γάζας, η πρόθεση εξόντωσης έχει εκφραστεί όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα – με ένα μοτίβο επιχειρήσεων που στοχεύει στη μόνιμη καταστροφή της παλαιστινιακής ύπαρξης.
Παράλληλα, παρατηρώ με ανησυχία το ρόλο της μνήμης του Ολοκαυτώματος. Το κράτος του Ισραήλ και οι υπερασπιστές του επικαλούνται διαρκώς το Ολοκαύτωμα, προβάλλοντας κάθε απειλή ως εν δυνάμει νέο Άουσβιτς, και συχνά παρομοιάζουν τους αντιπάλους του Ισραήλ με ναζί.
Αυτή η τακτική έχει οδηγήσει σε μια διαστρέβλωση της ουσίας της μνήμης, μετατρέποντάς τη σε πολιτικό εργαλείο δικαιολόγησης και κάλυψης εγκλημάτων. Φοβάμαι ότι, αν αυτή η πορεία συνεχιστεί, η μνήμη και η μελέτη του Ολοκαυτώματος θα χάσουν την οικουμενικότητά τους και θα επιστρέψουν στο περιθώριο, ως μια εθνοτική υπόθεση που αφορά μόνο τους απογόνους των θυμάτων του ναζισμού.
Εξίσου ανησυχητική είναι η τάση να αντιμετωπίζεται κάθε αναφορά σε γενοκτονία ή εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ ως μορφή αντισημιτισμού, εργαλειοποιώντας τις κατηγορίες αυτές για να φιμώνονται ή να απαξιώνονται επιστήμονες, δημοσιογράφοι και ακτιβιστές.
Πολλοί ακαδημαϊκοί – ακόμη και ειδικοί του Ολοκαυτώματος – παραμένουν σιωπηλοί ή καταφεύγουν σε ανοιχτή άρνηση, επιτιθέμενοι στους συναδέλφους τους που τολμούν να μιλήσουν. Αυτή η ρωγμή μεταξύ μελετητών γενοκτονίας και ιστορικών του Ολοκαυτώματος απειλεί να υπονομεύσει τη βάση της συλλογικής μνήμης και την παγκόσμια ηθική συνείδηση.
Γνωρίζω ότι κανένα άρθρο, καμία έρευνα, όσο τεκμηριωμένη και αν είναι, δεν μπορεί να αντισταθμίσει το ασύλληπτο μέγεθος του θανάτου και του πόνου των Παλαιστινίων. Όμως πιστεύω ότι ένα Ισραήλ που θα απελευθερωθεί από το βάρος του Ολοκαυτώματος ως πολιτική ασπίδα, ίσως μπορέσει να συμφιλιωθεί με την αναγκαιότητα να μοιραστεί τη γη με τους Παλαιστινίους με ειρήνη, ισότητα και αξιοπρέπεια. Αυτό είναι το μοναδικό δίκαιο κριτήριο για το μέλλον.

Κλείνοντας, εκφράζω την ελπίδα – όσο και αν μοιάζει αδύνατη αυτή τη στιγμή – ότι η τραγική εμπειρία της Γάζας θα αναγκάσει τους Ισραηλινούς να αντιμετωπίσουν το μέλλον χωρίς να κρύβονται πίσω από το παρελθόν.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξαναδώσουμε ουσία στη μνήμη, να ανακτήσουμε τη δύναμη της οικουμενικής δικαιοσύνης και να αποφύγουμε το μοιραίο: η μνήμη του Ολοκαυτώματος να γίνει άλλοθι για νέες γενοκτονίες.
Omer Bartov,
καθηγητής σπουδών για το Ολοκαύτωμα και τη γενοκτονία
στο Brown University
Με πληροφορίες από New York Times
Επιμέλεια – Μτάφραση: Ροβεσπιέρος