Η Ανοδος και η Πτώση του «Αδιάφθορου» – Μέρος 2ο
227 χρόνια από το θάνατο του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου
Συνέχεια από το 1ο Μέρος
Τον Οκτώβρη του 1791, ο Ροβεσπιέρος απαλλαγμένος από τα καθήκοντά του στην Εθνοσυνέλευση, περιοδεύει στο Βορρά όπου διαπιστώνει τα φιλικά αισθήματα του λαού αλλά και την εχθρική στάση των αστών απέναντί του.
Στις 28 του Νοέμβρη επιστρέφει στο Παρίσι. Το ίδιο βράδυ παίρνει το λόγο στη Λέσχη των Ιακωβίνων, όπου αναπτύσσει τα τρία σκέλη του πολιτικού αγώνα:
- Αντίσταση στην κήρυξη του πολέμου,
- Ανατροπή του θρόνου και
- Διάλυση του κόμματος των Γιρονδίνων.
Οι Γιρονδίνοι
Το κόμμα των Γιρονδίνων αντιπροσώπευε τα συμφέροντα των αστών εμπόρων που σχημάτισαν μεγάλες περιουσίες κατά τη διάρκεια του Παλαιού Καθεστώτος.
Βέβαια, στα πλαίσια μιας Εθνοσυνέλευσης όπου κυριαρχούν ακόμη οι μεγαλοαστοί και οι βασιλόφρονες, οι Γιρονδίνοι καταλαμβάνουν την αριστερή πτέρυγα.
Ο Ροβεσπιέρος όμως θεωρεί πως είναι εντελώς ανίκανοι να καθοδηγήσουν την Επανάσταση.
Το ζήτημα του πολέμου είναι το κυριότερο πρόβλημα που απασχολεί τη Νομοθετική, κατά τις συνεδριάσεις του χειμώνα 1791-92.
Σε μια φάση όπου η Επανάσταση μοιάζει να σταθεροποιείται και κάποια ισορροπία να εξασφαλίζεται ανάμεσα στις επαναστατικές και αντεπαναστατικές δυνάμεις, το θέμα του πολέμου έρχεται να κλονίσει τις συνειδήσεις και να εκτρέψει τη φαινομενική σταθερότητα.
Το Φλεβάρη του 1792, ο Ροβεσπιέρος αναλαμβάνει τα καθήκοντα του εισαγγελέα του Παρισιού, ελπίζοντας ότι από τη θέση αυτή θα φέρει την πολυπόθητη κάθαρση.
Δύο μήνες αργότερα παραιτείται εξαιτίας των εμπαθών επιθέσεων των Γιρονδίνων, που δεν του συγχωρούν την αντίθεσή του στην κήρυξη του πολέμου.
Τον Απρίλη του 1792, η Νομοθετική ψηφίζει την κήρυξη του πολέμου ενάντια στην Αυστρία.
Μήνες πριν ο Ροβεσπιέρος υπογράμμισε τους κινδύνους που αντιπροσώπευε για την Επανάσταση ο πόλεμος.
Κατά τη γνώμη του, ο πόλεμος ήταν ένα σφάλμα που θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραίο. Αλλά τον πόλεμο τον ήθελε η αυλή και ο Λαφαγιέτ, που πίστευε ότι ελέγχει απόλυτα τις ένοπλες δυνάμεις.
Με το πρόσχημα του πολέμου, ο Λαφαγιέτ είχε την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να αποδυναμώσει τη Νομοθετική και να κλείσει τις πολιτικές λέσχες.
Ετσι θα στήριζε μια συνταγματική μοναρχία, κάτω από τον έλεγχο της «φωτισμένης» αριστοκρατίας και της μεγαλοαστικής τάξης.
Ο Ροβεσπιέρος αποκάλυψε ότι το σχέδιο του Λαφαγιέτ εξυπηρετούσε ως ένα μεγάλο μέρος και τις βλέψεις των Γιρονδίνων.
Γιατί οι Γιρονδίνοι ταυτίζονταν με τα συμφέροντα του εφοπλιστικού κεφαλαίου, των μεγαλεμπόρων του Μπορντό, της Μασσαλίας, της Ρουέν και της Χάβρης, που πίστευαν ότι ο πόλεμος θα κινητοποιούσε τις συναλλαγές και θα έβγαζε το εμπόριο από το τέλμα του, αποδίδοντας μάλιστα στη Γαλλία πλούσιες περιοχές της Ευρώπης, όπως το Βέλγιο κι η Ρηνανία, περιοχές πλεονεκτικές για τον ανταγωνισμό με το αγγλικό εμπόριο.
Αλλωστε, οι οπαδοί του Λαφαγιέτ και οι Γιρονδίνοι, παρά τις επιφανειακές αντιθέσεις τους στη Νομοθετική, συμφωνούσαν στην ουσία να «παγώσουν» την κοινωνική όψη της Επανάστασης σ’ αυτό το σημείο, και να μοιραστούν μεταξύ τους την εξουσία.
Ο πόλεμος λοιπόν ήταν η ιδανική λύση για τα σχέδια της πλειοψηφίας των μελών της Νομοθετικής.
Η Ανοδος και η Πτώση του «Αδιάφθορου»
Δεν ήταν καθόλου τυχαίο βέβαια το γεγονός ότι ηγέτης της φιλοπόλεμης μερίδας ανέλαβε ο κόμης της Ναρμπόν, υπουργός Πολέμου μέχρι το Μάρτη του 1792 και προσωπικός φίλος του Λαφαγιέτ, που διατηρεί θαυμάσιες σχέσεις με τον Μπρισό και την υπόλοιπη ηγεσία των Γιρονδίνων.
Ερωμένη του κόμη της Ναρμπόν είναι η κυρία Ζερμέν ντε Σταέλ, κόρη του τραπεζίτη Νεκέρ, υπουργού Οικονομικών του Λουδοβίκου κατά τις παραμονές της Επανάστασης.
Η ντε Σταέλ, κατά την περίοδο αυτή, βρίσκεται πίσω από όλες τις πολιτικές ίντριγκες.
Από το σαλόνι της, γεμάτο βασιλόφρονες, «φωτισμένους» αριστοκράτες και Γιρονδίνους, κινεί τα νήματα της συνωμοσίας για τη συνταγματική μοναρχία.
Η συμφωνία για την κήρυξη του πολέμου κλείστηκε πρώτα εκεί και μετά ανακοινώθηκε στη Νομοθετική.
Ο Ροβεσπιέρος δεν θεωρεί σύμπτωση τη γενική σύμπνοια αριστοκρατίας και κεφαλαίου για την κήρυξη του πολέμου.
Οι υποψίες του επιβεβαιώνονται όταν ακόμη, στις 7 του Δεκέμβρη 1791, ο κόμης της Ναρμπόν αναλαμβάνει υπουργός Πολέμου.
Εχει τις πληροφορίες του για τις συναντήσεις και τις συζητήσεις που γίνονται στο σπίτι της κυρίας ντε Σταέλ, κι έτσι διακηρύσσει απερίφραστα ότι αυτοί που υπονομεύουν την πορεία της Επανάστασης είναι οι ίδιοι που επιδιώκουν τον πόλεμο.
Στις 12 του Δεκέμβρη, ο Ροβεσπιέρος εκφωνεί τον πρώτο αντιπολεμικό του λόγο:
«Ο πόλεμος που επιδιώκει η φιλοπόλεμη μερίδα είναι ο πόλεμος όλων των εχθρών του Συντάγματος ενάντια στη Γαλλική Επανάσταση».[1]
Το βράδυ της 17ης Δεκέμβρη 1791, ο Ροβεσπιέρος αναπτύσσει τις θέσεις του στη Λέσχη των Ιακωβίνων.
Παρά τη φιλοπόλεμη υστερία που υποδαυλίζει η αντίδραση, ο Ροβεσπιέρος επιμένει ότι ο πόλεμος αντιπροσωπεύει μια διπλή παγίδα.
Γιατί αν αυτός ο πόλεμος χαθεί, θα χαθεί μαζί του και η Επανάσταση, ενώ αν κερδηθεί, τότε η νίκη θα ανήκει στον Λουδοβίκο, στον Λαφαγιέτ και στους Γιρονδίνους.
Το συμπέρασμα λοιπόν όλων αυτών των σκέψεων είναι ότι οι επαναστατικές δυνάμεις οφείλουν να επαγρυπνούν.
Η επαγρύπνηση, κατά την άποψη του Ροβεσπιέρου, είναι ο θεμελιώδης νόμος του επαναστατικού κινήματος. Όχι μόνον του γαλλικού αλλά κάθε επαναστατικού κινήματος.
Το δεύτερο συμπέρασμα και θεμελιώδης νόμος του επαναστατικού κινήματος είναι να στηρίζεται απόλυτα στο λαό.
Για τον Ροβεσπιέρο, ο λαός είναι η πιο γνήσια και λιγότερο διεφθαρμένη επαναστατική δύναμη.
Λίγες μέρες αργότερα, στις αρχές του Γενάρη του 1792, ο Ροβεσπιέρος υπερβαίνει το δίλημμα «ναι ή όχι στον πόλεμο» κι υπογραμμίζει ότι, ανεξάρτητα από τις συνθήκες και τις περιστάσεις, το ζητούμενο είναι και παραμένει η προάσπιση της Επανάστασης.
Ετσι, ξεκινά τις επιθέσεις του ενάντια στους Γιρονδίνους, εφόσον είναι πλέον σίγουρος ότι πρόθυμα, κάποια στιγμή, θα προδώσουν την Επανάσταση.
Δυστυχώς, οι πολιτικές εξελίξεις επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις του Ροβεσπιέρου.
Οι Γιρονδίνοι ανέχθηκαν τον Λαφαγιέτ μέχρι την προδοσία του, χτύπησαν ανελέητα την Κομμούνα του Παρισιού, πάλεψαν με μανία για να σώσουν το κεφάλι του Λουδοβίκου.
Ηδη 4 μήνες πριν από τον πόλεμο, ο Ροβεσπιέρος βροντοφωνάζει ότι η φιλοπόλεμη τακτική των Γιρονδίνων επικαλύπτει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αυλής.
Ο αντιπολεμικός αγώνας φέρνει κοντά του τον Μαρά.
Οι δύο μεγάλες προσωπικότητες της Γαλλικής Επανάστασης γνωρίζονται επιτέλους κι από κοντά κι ενώνουν τις δυνάμεις τους ενάντια στον πόλεμο. Όμως οι προσπάθειές τους δεν καρποφόρησαν.
Στις 20 του Απρίλη 1792, η Εθνοσυνέλευση κηρύσσει τον πόλεμο ενάντια στο βασιλιά της Ουγγαρίας και της Βοημίας.
Για τον Ροβεσπιέρο οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν.
Τώρα, με τον πόλεμο τετελεσμένο γεγονός, μεταβάλλει την τακτική του, αποβλέποντας να τον εκμεταλλευτεί προς όφελος της Επανάστασης.
Διαβλέπει ότι, σε τελική ανάλυση, ο πόλεμος σαρώνει όλους τους συμβιβασμούς και όλες τις συμφωνίες, μυστικές και φανερές.
Ξέρει ότι η Επανάσταση οφείλει να νικήσει, εφόσον ενεπλάκη στα γρανάζια του πολέμου, γιατί διαφορετικά είναι καταδικασμένη.
Αλλά για να κερδηθεί ο πόλεμος πρέπει να ληφθούν δραστικά επαναστατικά μέτρα που θα εξασφαλίσουν τη συντριβή της αντεπανάστασης.
Στα ερωτήματα που θέτει ο Ροβεσπιέρος για τη σωτηρία του Έθνους και της Επανάστασης, οι Γιρονδίνοι δεν έχουν άλλον τρόπο να απαντήσουν, παρά μόνον εξαπολύοντας εναντίον του προσωπικές επιθέσεις.
Τον κατηγορούν για δικτατορικές προσωπικές βλέψεις. Χρησιμοποιούν τη συκοφαντία και κάθε άλλο αθέμιτο μέσο.
Αλλά στο μεταξύ χάνουν το κύρος τους και παράλληλα ξεφεύγει από τα χέρια τους η ηγεσία του επαναστατικού κινήματος, που υποτίθεται ότι μέχρι τώρα –σαν αριστερή πτέρυγα της Νομοθετικής– κρατούσαν στα χέρια τους.
Απέναντί τους, ο Ροβεσπιέρος, παρ’ όλο που δεν έχει ακόμη επίσημα καμία εξουσία στα χέρια του, μοιάζει ήδη σαν να ασκεί καθήκοντα ηθικού προέδρου της χώρας.
Κάθε του φράση, κάθε του λέξη, γίνεται σύνθημα στο στόμα του λαού.
Στο μεταξύ, στις 26 του Μάρτη, παραμονές της κήρυξης του πολέμου, και ενώ όλοι συμφωνούσαν με τον αντιπολεμικό αγώνα του, αφήνει άφωνο το κοινό του όταν μιλάει για πρώτη φορά δημόσια για τη «Θεία Πρόνοια».
Του υποβάλλουν ερωτήσεις κι ακούν προσεχτικά τις εξηγήσεις του όμως δεν τις υιοθετούν.
Είναι η πρώτη φορά που ο Ροβεσπιέρος παίρνει θέση απέναντι στο θρησκευτικό ζήτημα και η θέση του είναι απρόσμενη!
Οι Γιρονδίνοι σπεύδουν να εκμεταλλευτούν το σφάλμα του και τον κατηγορούν ότι πίσω από τα λόγια περί «Θείας Πρόνοιας» κρύβονται οι βλέψεις του για προσωπικό δεσποτισμό.
Η δημαγωγική αυτή συκοφαντία συνεχίστηκε εναντίον του κατά τα δύο επόμενα χρόνια.
Η απάντησή του στις συκοφαντίες για δεσποτισμό, στις 27 του Απρίλη 1792, αποτελεί από μόνη της μια μεγάλη πολιτική πράξη:
«Από όλες τις μερίδες που απειλούν τη λευτεριά, η πιο επικίνδυνη, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνη που έχει ηγέτη της τον Λαφαγιέτ. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί τη λευτεριά».[2]
Κατά τη γνώμη του, η κρίση της άνοιξης του 1792 θα ξεπεραστεί όταν ο λαός, οι πατριώτες, πάψουν να εμπιστεύονται τους Γιρονδίνους κι αναθέσουν την ηγεσία του επαναστατικού κινήματος στους Ιακωβίνους.
Ο πόλεμος κι η προδοσία των στρατηγών
Μέσα στους επόμενους 3 μήνες οι εξελίξεις των γεγονότων θα του επιτρέψουν να ολοκληρώσει τον πολιτικό του χειρισμό.
Παρά την φανερή αδυναμία της Αυστρίας να αντιπαρατάξει σοβαρές δυνάμεις οι στρατηγοί και οι διοικητές των Γάλλων, όχι μόνο δεν προέλασαν αλλά αντίθετα υποχώρησαν χάνοντας ουσιαστικά κάθε κύρος που είχαν μέσα στο γαλλικό στράτευμα.[3]
Οι στρατηγοί επέρριψαν την ευθύνη στην κατάπτωση των στρατιωτικών δυνάμεων και στο υπουργείο που την επέτρεψε.
Στις 18 του Μάη δήλωσαν πως είναι αδύνατη η επίθεση στο Βέλγιο και συμβούλευσαν το βασιλιά να κλείσει αμέσως ειρήνη. Τα πραγματικά τους κίνητρα ήταν πολιτικά.
Ο Ροβεσπιέρος τους είχε ξεσκεπάσει στη Λέσχη των Ιακωβίνων από νωρίς:
«Οχι, δεν εμπιστεύομαι τους στρατηγούς. Υποστηρίζω ότι, εκτός από μερικές σεβαστές εξαιρέσεις, σχεδόν όλοι νοσταλγούν την παλιά τάξη πραγμάτων, την εύνοια της αυλής. Εγώ όμως βασίζομαι στο λαό και μόνο στο λαό».[4]
Από τη θέση της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, που υπερασπίζεται ωστόσο τη συνταγματική νομιμότητα, περνά στην επόμενη φάση και ζητά απερίφραστα όχι μόνον την εκθρόνιση του Λουδοβίκου, αλλά την κατάργηση της βασιλείας και την κήρυξη Δημοκρατίας.
Πρόκειται για έναν πολιτικό χειρισμό βασισμένο στην εκτίμηση της ωριμότητας του επαναστατικού κινήματος.
Οι συνειδήσεις έχουν προετοιμαστεί για την ιδέα μιας πολιτικής ζωής χωρίς βασιλιά. Η ίδια η αντιδραστική συμπεριφορά της αντεπανάστασης διευκόλυνε τη συνειδητοποίηση.
Η Ανοδος και η Πτώση του «Αδιάφθορου» – Η σύγκρουση στη Νομοθετική
Ο Λαφαγιέτ, βλέποντας το παιχνίδι να χάνεται, συνωμοτεί, εξαπολύει απειλές, αλλά αποφεύγει την ανοιχτή σύγκρουση.
Μπαίνει ο Ιούνης, και στις 20 σημειώνονται εξεγέρσεις. Ο Λαφαγιέτ στέλνει μιαν απειλητική επιστολή στη Νομοθετική:
«Κατηγορώ τους Ιακωβίνους για σφετερισμό της εξουσίας…»
Ο Ροβεσπιέρος αποκρούει την απειλή:
«Έχουμε χάσει ήδη τη λευτεριά μας ή μήπως χάσαμε κιόλας τα λογικά μας; Σύμφωνα με το Σύνταγμα οι ένοπλες δυνάμεις οφείλουν υπακοή. Πώς λοιπόν εσείς δίνετε μαθήματα στους εκπροσώπους του Έθνους;» [5]
Στη συνέχεια γκρεμίζει το μύθο του Λαφαγιέτ:
«Το ότι παρακολουθήσατε την επανάσταση της Αμερικής, το θεωρήσατε αρκετό, για τα μάτια σας και τα μάτια των οπαδών σας, να συνδέσετε το όνομά σας με το όνομα του Ουάσινγκτον και να αποκληθείτε ήρωας της Γαλλικής Ελευθερίας…» [6]
Ο Λαφαγιέτ αντέδρασε στην προσβολή:
«Στους εκπροσώπους του λαού ή σε εσάς εμπιστεύθηκε το Σύνταγμα τη διαφύλαξη του Έθνους;»
Η αντιπαράθεση είναι πλέον ώριμη και η ανοιχτή σύγκρουση αναπόφευκτη.
Κατά την άποψη του Ροβεσπιέρου, πλησιάζει πλέον η στιγμή όπου ο λαός πρέπει να ξαναπάρει στα χέρια του την τύχη της Επανάστασης, εφόσον την έχει αποδυναμώσει η Νομοθετική.
Στις 21 του Ιούνη στρέφει τα πυρά του ενάντια στη Νομοθετική:
«Εχουμε ακόμη αντιπροσώπους; Είμαστε ακόμη λεύτεροι;»
Η εξέγερση της 10ης Αυγούστου
Κάτω από τις πιέσεις των Ιακωβίνων, που καθοδηγούνται από τον Ροβεσπιέρο, και ενώ τα ξένα στρατεύματα προελαύνουν, οι αντιπροσωπίες του λαού από ολόκληρη τη Γαλλία απαιτούν από τη Νομοθετική να κηρύξει έκπτωτο τον Λουδοβίκο.
Παρά τους δισταγμούς της, η Νομοθετική στις 10 του Αυγούστου υποχωρεί. Παράλληλα οπλίζονται οι «παθητικοί» πολίτες και εντάσσονται στην Εθνοφρουρά.
Ο Λαφαγιέτ λιποτακτεί και περνά με το μέρος των Αυστριακών.
Η λαϊκή εξέγερση της 10ης Αυγούστου 1792 σημαδεύει το τέλος της χιλιόχρονης γαλλικής μοναρχίας. Ο Λουδοβίκος ανατράπηκε και φυλακίστηκε. Οι υπουργοί του καταργήθηκαν.
Μια νέα κυβέρνηση, η Προσωρινή Εκτελεστική Επιτροπή, που την αποτελούσαν κατά κύριο λόγο Γιρονδίνοι, ανέλαβε αμέσως τη διακυβέρνηση της χώρας.
Καταργήθηκε η διάκριση ανάμεσά στους «ενεργητικούς» και «παθητικούς» πολίτες. Προκηρύχτηκαν νέες εκλογές, όπου είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν όλοι οι ενήλικες άντρες.
Η προετοιμασία της 10ης Αυγούστου αποτελεί μια μέγιστη πολιτική πράξη.
Στο εξής, ο Ροβεσπιέρος, ηγέτης των Ιακωβίνων, γίνεται ο ηγέτης του κουρελιάρη λαού, των «αβράκωτων».
Ο στόχος της εξέγερσης της 10ης Αυγούστου ήταν η διάλυση της αυλής, η καθαίρεση του Λουδοβίκου, η αντικατάσταση της Νομοθετικής με τη Συμβατική, και η ανάληψη της ηγεσίας και της καθοδήγησης του επαναστατικού κι νήματος από τους Ιακωβίνους.
Πρόκειται στην ουσία για ένα πολιτικό πρόγραμμα που βγήκε μέσα από τις πολιτικές ζυμώσεις, την εκτίμηση των δυνάμεων, τη συνειδητοποίηση των μαζών.
Η αντίδραση, όπως ήταν φυσικό, αντέταξε στο πρόγραμμα του Ροβεσπιέρου επιχειρήματα νομιμότητας.
Ομως ο Ροβεσπιέρος απαντά ότι η νομιμότητα έχει καταντήσει υποκρισία:
«Το Εθνος πρέπει να σωθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Όποιος τρόπος όμως δεν είναι επαναστατικός, αποβλέπει στην καταστροφή του Έθνους».[7]
Αντλεί τις δυνάμεις του από μιαν αστείρευτη πηγή:
«Στηρίζομαι στο λαό και μόνο στο λαό».
Η Άνοδος και η Πτώση του «Αδιάφθορου»
Ο Ροβεσπιέρος σε συνεργασία με τον Σεν Ζιστ είχε οργανώσει, ήδη από τον Ιούλη, ένα επαναστατικό διευθυντήριο.
Ομως οι Γιρονδίνοι είναι καλά πληροφορημένοι για τις κινήσεις του και πείθουν τη Νομοθετική να εκδώσει ένα ένταλμα σύλληψης εναντίον τους.
Αντί για απάντηση οι Ροβεσπιέρος και Σεν Ζιστ έστειλαν ένα τελεσίγραφο προς τη Νομοθετική:
Άμεση λαϊκή εξέγερση αν η Νομοθετική δεν ψηφίσει την καθαίρεση του βασιλιά μέχρι την 9η Αυγούστου.
Στις 10 του Αυγούστου, η ανατροπή του θρόνου σήμανε και την ανατροπή του συμβιβασμού ανάμεσα στους αστούς και στους οπαδούς της συνταγματικής μοναρχίας.
Λίγες μέρες αργότερα, κάνοντας σύγκριση ανάμεσα στις μεθόδους και το περιεχόμενο της εξέγερσης της 14ης Ιούλη 1789 και της 10ης Αυγούστου 1792, ο Ροβεσπιέρος θα εξηγήσει το νόημα της πρόσφατης νίκης.
Κατά τη γνώμη του, πρόκειται για μια νίκη των φτωχών στρωμάτων του λαού, των «αβράκωτων», γιατί παρ’ όλο που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση της 14 του Ιούλη 1789, δεν είδαν την αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους με το Σύνταγμα του 1791, που έφερε στην εξουσία την οικονομική ολιγαρχία.
Ετσι, η νίκη της 10ης Αυγούστου είναι μια νίκη του Έθνους.
Από εδώ κι εμπρός αρχίζει η 2η φάση της Επανάστασης.
Γιατί με τη 10η Αυγούστου κατέρρευσε οριστικά η ψευδαίσθηση κάποιου συμβιβασμού ανάμεσα στις επαναστατικές δυνάμεις και κάποιες από τις δυνάμεις που στήριζαν το Παλαιό Καθεστώς.
Ηταν μια ψευδαίσθηση που καλλιέργησε επί τρία ολόκληρα χρόνια η μεγαλοαστική τάξη.
Συνεχίζεται με το 3ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. «Μαρά – Σεν Ζιστ – Ροβεσπιέρος, Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 166.
[2]. Στο ίδιο, σελ. 168.
[3]. A. Soboul – W. Markov: «1789, Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 185.
[4]. Στο ίδιο, σελ. 185.
[5]. «Μαρά – Σεν Ζιστ – Ροβεσπιέρος, Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 168.
[6]. Στο ίδιο, σελ. 169
[7]. Στο ίδιο, σελ. 170.