Print Friendly, PDF & Email

Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;» (vid)

Σαν σήμερα στις 16/12/1974 ο λαός μας χάνει τον αθάνατο «Οδηγητή» του

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884. Πήρε το όνομα Βάρναλης επειδή ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα.

Στα 18 του χρόνια αποφοιτά από τα «Ζαρείφια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης με άριστα. Γι’ αυτό η Ελληνική Κοινότητα της Βάρνας τον στέλνει με υποτροφία στην Αθήνα να σπουδάσει Φιλολογία ή Θεολογία.

Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»
1912. Κράσι Κρήτης. Από αριστερά: Κώστας Βάρναλης, Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη

Το φθινόπωρο του 1902 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Παίρνει το δίπλωμά του το 1908 και διορίζεται καθηγητής στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης.

Υστερα από 10χρονη λαμπρή θητεία στην εκπαίδευση, στέλνεται με υποτροφία στο Παρίσι για ανώτερες φιλολογικές σπουδές.

Τότε ο Βάρναλης συγκέντρωνε τα προσόντα για να τον τιμήσει με εξαιρετική διάκριση το κατεστημένο: Φιλομοναρχικός, βαθύς γνώστης της αρχαιότητας κι αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής, οπαδός του Παρνασσισμού.

Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε κι «ελαττώματα».

Ηταν πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος κι ανιδιοτελής πάντα το «παρών».

Ένα παράδειγμα, στα «Ορεστιακά» υποστήριξε τους δημοτικιστές (1903) ενώ αργότερα (1910-14) βρίσκεται μπλεγμένος με τα «αθεϊκά» του Βόλου.

«Οδηγητής»
Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε με τρομερή έκρηξη της οργής των λαών, με την Οχτωβριανή Επανάσταση.

Ο Βάρναλης βρέθηκε τότε (1918) στο Παρίσι, στην πόλη που γεννήθηκε και πνίγηκε σε 72 μέρες στο αίμα της, η επανάσταση, με τ’ όνομα «Κομμούνα των Παρισίων»

Η Γαλλία σήκωσε το κύριο βάρος αυτού του πολέμου και το Παρίσι δοκίμασε περισσότερο το μέγεθος των καταστροφών και των πληγών του.

Εκεί σημειώθηκαν οι εντονότερες αντιδράσεις στον πόλεμο, η θερμότερη υποδοχή της Οχτωβριανής Επανάστασης, με όλα τα μεγάλα μηνύματά της.

Για τον Βάρναλη ήταν ένα μεγάλο σοκ. Ένα ξαφνικό ξύπνημα.

Δεν ήταν μια συνηθισμένη εξέγερση δυσαρέσκειας, απ’ αυτές που ξεσπούσαν μέσα στις χιλιετίες της Ιστορίας. Ηταν η συνέχεια της «Κομμούνας του Παρισιού».

Η δεύτερη απόπειρα της ανθρωπότητας να σπάσει τα δεσμά της ζούγκλας και να μπει στο στάδιο του Ανθρώπου, της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της συναδέλφωσης των λαών.

Του έγινε συνείδηση, ότι ο σπαραγμός κι η υποδούλωση ανθρώπου από άνθρωπο ξεπερνάνε την αγριότητα των θηρίων της ζούγκλας.

Μπορεί να φανταστεί κανείς ένα λύκο να σπαράζει άλλο λύκο για να τον κρατάει δούλο εφ’ όρου ζωής; Δεν είναι αδιανόητο, παράλογο;

Κι όμως για το ανθρώπινο είδος θεωρείται λογικό! Και κάθε αντίδραση κι αντίσταση αποτελεί ποινικό αδίκημα.

Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»
Η δημοσιογραφική ταυτότητα του Κώστα Βάρναλη

Τέτοιες σκέψεις που τον πολιορκούσαν, χάλασαν όλους τους ρυθμούς μέσα του. Και τον οδήγησαν σε βρασμό ψυχής.

Πέταξε τον παλιό εαυτό του στα σκουπίδια.

Άρχισε να γράφει, να γράφει, να γράφει! Τίποτε δεν άφησε όρθιο η Μούσα του από τα παλιά του είδωλα και σύμβολα.

Μέσα από τη σύγκρουση του παλιού με τον καινούργιο εαυτό του, γεννήθηκε το συνθετικό αριστούργημα «Το φως που καίει», που άλλους φώτισε κι ενθουσίασε κι άλλους, ακόμα, καίει και ζεματάει με τις καταλυτικές αλήθειες του.

Εκεί γεννήθηκαν κι «Οι σκλάβοι πολιορκημένοι». Εκεί γράφτηκε κι «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική».

Στο Παρίσι κυοφορήθηκε και πήρε το πρώτο της σχήμα «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας πεζογραφίας.

Στο Παρίσι βέβαια, από «Το φως που καίει», αναδύθηκε και ο «Οδηγητής», ο σαλπιγκτής των επαναστατημένων λαών όπου Γης.

Χαρακτηριστικός είναι ο επίλογος του έργου με το ποίημα «Οδηγητής»:

«Δεν είμ’ εγώ σπορά της Tύχης, ο πλαστουργός της νιας ζωής. Eγώ ‘μαι τέκνο της Aνάγκης κι ώριμο τέκνο της Oργής…»

Επιστρέφοντας από το Παρίσι στην Ελλάδα. πλήρωσε ακριβά ο Βάρναλης αυτή την επαναστατική του μεταμόρφωση.

Το κράτος της μοναρχοπλουτοκρατίας τον υποδέχτηκε με πολύ σκληρά μέτρα.

Όχι μόνο τον απέλυσε από τη θέση του (1925), με την κατηγορία του άπατρι, αλλά και τον εξόρισε, αφαιρώντας του και το δικαίωμα να υπογράψει τα κείμενά του, τις ιδέες του!

Το 1935 εξορίζεται μαζί με τον Γληνό κι άλλους κομμουνιστές και προοδευτικούς δημοκράτες αγωνιστές στον Άη Στράτη.

Ωστόσο κανένα μέτρο σ’ όλα τα πολυτάραχα χρόνια που επακολούθησαν δε στάθηκε ικανό να τον λυγίσει. Εμεινε όρθιος, ατρόμητος, αδιάλλακτος. Υπερασπιζόμενος με το ίδιο πρώτο πάθος τα ιδανικά του.

Γληνός - Κανονίδης - Βάρναλης
Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;» (Με τον Δ. Γληνό (δεξιά) και τον Κανονίδη, διευθυντή του ελληνικού θεάτρου του Σοχούμ, στο συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων στη Μόσχα το 1935)

Χαρακτηριστικά ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε για Κώστα Βάρναλη το 1956:

«Ποιητή, σε είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει.

Σε είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ’ αυτί, για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω από τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες!»

Στηλιτεύοντας κάθε βία και καταπίεση της κυρίαρχης τάξης, σαλπίζοντας το συναγερμό των συνειδήσεων, πάντα με την πρώτη του ορμή.

Θα πάρει μέρος στην ΕΑΜική Αντίσταση σαν μέλος του ΕΑΜ λογοτεχνών, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου – πιστός στις ιδέες του – πάντα στο πλευρό του επαναστατικού ΚΚΕ και του αδούλωτου ελληνικού λαού.

Υπηρετώντας πάντα τη μεγάλη τέχνη κι αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η μεγάλη ποίηση, η μεγάλη πεζογραφία, θέλει πάντα μεγάλες ιδέες, μεγάλες αλήθειες, μεγάλα οράματα, μεγάλους αγώνες.

Πάρα πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για την ποίηση του Βάρναλη, αλλά έχει και μεγάλο κι απαράμιλλο σε ποιότητα πεζογραφικό έργο και πρέπει κάτι να πούμε και γι’ αυτό.

Ένα απ’ αυτά, όπως «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», κυκλοφόρησε το 1931.

Η απολογία του Σωκράτη, που μας κληροδότησε η Αρχαιότητα, είναι κατά τον Βάρναλη κατασκευασμένη από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, για να στηρίξουν το κατεστημένο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.

Η σάτιρα του Βάρναλη αντιστρέφει τα γεγονότα και το κατηγορητήριο με μαεστρία θαυμαστή, δείχνοντας το βάθος της αρχαιογνωσίας του.

Στο τέλος της «Απολογίας» του ο βαρναλικός Σωκράτης λέει:

«Γι’ αυτά που δίδαξα θα έπρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνήσετε. Γι’ αυτά που θα ‘κανα αν εζούσα θα έπρεπε, με το δίκιο σας, όχι να με σκοτώσετε μονάχα, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη».

Αυτά που θα ‘κανε βέβαια ήταν ο ξεσηκωμός δούλων κι ελεύθερων για την ανατροπή της δουλοκτητικής δημοκρατίας.

Το θαυμάσιο αυτό κομμάτι της απολογίας του βαρναλικού Σωκράτη εκδόθηκε το 1931, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια, όπως λέει κι ο ίδιος:

«Στην τοτεσινή δημοκρατία του ιδιώνυμου, του Καλπακίου και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων».

Οχι μόνο η απολογία, αλλά όλο το πεζογραφικό έργο του εμπνέεται από την καυτή επικαιρότητα. Ετσι γράφτηκαν «Οι δικτάτορες», για να στηλιτεύσουν το φασισμό του Μουσολίνι, το 1941, σε επιφυλλίδες, και το 1956 έγιναν βιβλίο.

Από την άλλη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», που γράφτηκε στο Παρίσι, ήταν απάντηση σε σχετική μελέτη του Αποστολάκη.

Και το ποίημά του «Λευτεριά» (Δεκέμβρης 1922) ήταν απάντηση στους «Λύκους» του Παλαμά, που δημοσιεύτηκαν το Σεπτέμβρη του 1922.

Το ποίημα αναφέρεται πρώτα στον ιδεαλιστή ποιητή που καταφεύγει στη «Νύχτα ονειρομάνα» να ζητήσει το χρησμό της για να τη μεταδώσει στον κόσμο.

Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»
1959. Ο Κώστας Βάρναλης, στη Μόσχα, κατά την απονομή του «Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη»

Όμως σαν απάντηση ακούεται μια φωνή, η φωνή του Βάρναλη, που του λέει αρχικά:

«Τη λευτεριά δεν τη ζητάνε με παρακάλια, την παίρνουνε με τα ίδια χέρια μοναχοί!»

Και τελειώνει με ένα τετράστιχο, που δίνει την εικόνα της επανάστασης:

«Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’ είδα να ξετρέχει, του Άνομους γιγάντια Δίκη, ξάφνου του σάλαγου κοπή, γέλια με φτάσανε στριγκά: σπαράζαν τους μωρούς Ποιητές οι Λύκοι Αγαπητοί συνάδελφοι, φίλοι και καλεσμένοι».

Τι να πρωτοεπισημάνει κανείς για το έργο του Βάρναλη!

Είναι με λίγα λόγια ο επαναστάτης ποιητής, ο μαχητής, ο πρωτοπόρος του 20ού αιώνα, μ’ ένα έργο με πανανθρώπινες προεκτάσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν το 1959 με το βραβείο Λένιν.

Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα είναι ότι η ποίησή του είναι δεμένη με τον 20ό αιώνα, όταν η ανθρωπότητα δοκίμασε να σπάσει τα δεσμά του θηρίου και να ανέβει στο επίπεδο του Ανθρώπου.

Ο Βάρναλης σαν άνθρωπος, στοχαστής και ποιητής αφιέρωσε όλη τη ζωή και το ταλέντο στο όνειρο αυτό.

Κι ήταν από τους πρώτους στη χώρα μας. Και μοναδικό παράδειγμα στο κάλεσμα της δικής του εποχής.

Ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης Εμεινε όρθιος, αδιάλλακτος ως το τέλος.

Στα χρόνια της χούντας απάντησε για ακόμη μια φορά:

«Τι θέλετε πάλι; Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»

Ένας από τους βασικούς λόγους της «αντοχής» του βαρναλικού έργου σε πείσμα των καιρών, είναι η διαρκής προσπάθειά του να «φανερώσει την αλήθεια» και να μεταδώσει την αλήθεια αυτή στον λαό.

Κώστας και Δώρα Βάρναλη
Με τη γυναίκα του, Δώρα Μοάτσου – Βάρναλη

Όπως γράφει και ο ίδιος στους τελευταίους του στίχους πριν πεθάνει, τον Οκτώβριο του 1974:

«Με πάθος την αλήθεια φανερώνω, μα ποιος μ’ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά. Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει, όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου. Πλήθος μεγάλοι στο Μουσείο της Τέχνης, αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε».

Ήταν 16 Δεκέμβρη 1974, όταν ο Κώστας Βάρναλης έφευγε από τη ζωή, αφήνοντας άσβεστο το φως του πρωτοπόρου επαναστατικού του έργου για τις επόμενες γενιές.\

Στο τηλεγράφημά της προς την σύζυγό του Δώρα και την κόρη του Ελένη, η ΚΕ του ΚΚΕ έλεγε:

«Εκφράζουμε τη βαθύτατη θλίψη μας και τα πιο ειλικρινή συλλυπητήρια μας για το χαμό του μεγάλου Βάρναλη. Με το αστραποβόλο ποιητικό έργο του και την ακλόνητη στάση του κατέκτησε επάξια τον τίτλο του Ποιητή του Λαού. Το έργο του θα μείνει αθάνατο».

Η κηδεία του έγινε από το Α΄ Νεκροταφείο στις 18 Δεκέμβρη 1974.

«Είσαι οδηγητής για μας Ποιητή της εργατιάς» φώναξαν χιλιάδες που τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία.

Στο ποίημα «επιτάφιο» έγραφε:

«Όχι λουλούδια μα σπαθί στο τάφο σου άξιε βάρδε. Όταν παλεύανε ζωή και θάνατος δεν κοίταγες χορευωντας με ένα φλασκί στο χέρι αλλά μπροστάρης του λαού στης λεφτεριάς την μάχη ο λόγος σου αρχαγγέλινο σπαθί τυραννοχτόνο».

Όπως είπε μιλώντας, στην εναρκτήρια εισήγηση στο Επιστημονικό Συνέδριο για τον Κώστα Βάρναλη που διοργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2011, η Ελένη Μηλιαρονικολάκη μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ

«Ο Κώστας Βάρναλης, δεν είναι μόνο μια από τις κορυφές της επαναστατικής τέχνης στη χώρα μας, αλλά και ο ιδρυτής της. Είναι ο πρώτος από τον κύκλο των ριζοσπαστικοποιημένων λογοτεχνών του καιρού του, που –με απόσταση 4 μόλις χρόνων από τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης– μετουσίωσε την κομμουνιστική ιδεολογία σε ποιητικό λόγο και μαζί ο πρώτος που δοκίμασε να επεξεργασθεί σύνθετα θέματα της αισθητικής και της λογοτεχνικής κριτικής απ’ τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού. Κι αυτό δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση»,

Ακολουθεί απόσπασμα της ομιλίας που έκανε ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και συγγραφέας, Νίκος Κυτόπουλος, σε εκδήλωση που είχε οργανώσει η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, προς τιμή του Βάρναλη και του Γιάννη Ρίτσου.

Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;» (vid)

Στοιχεία αντλήθηκαν από Ριζοσπάστη

Ροβεσπιέρος

(Visited 6.962 times, 1 visits today)