Σημειώσεις πάνω στο έργο του Μπακούνιν «Από τον Εθνικό στον Ταξικο Πόλεμο»
Ο Μιχαήλ Μπακούνιν αποτελεί τη μεγαλύτερη φιγούρα στην ιστορία του αναρχισμού, και κατ’ επέκταση μια από τις μεγαλύτερες του ουτοπικού σοσιαλιστικού ρεύματος εν γένει.
Η δράση και η ζωή του υπήρξαν φοβερά έντονες, με συμμετοχή σε πολλά εξεγερτικά και επαναστατικά σκηνικά για πολλά χρόνια.
Εκτός από άνθρωπος της δράσης όμως, άφησε πίσω και ένα θεωρητικό έργο που επηρέασε περισσότερο τα πράγματα από ό,τι η πρακτική του δράση.
Θεωρητικό έργο στο οποίο έχει απαντήσει αναλυτικά και επαρκώς το δίδυμο των Μαρξ και Ένγκελς,[1] αλλά το οποίο έχει ένα ενδιαφέρον να περιγραφεί προκειμένου να έχουμε μια εικόνα για την πορεία των σοσιαλιστικών ιδεών μέσα στην Ιστορία.
Γιατί ασχέτως αν είμαστε υποστηρικτές του επιστημονικού σοσιαλισμού και θεωρούμε την ουτοπική μορφή του παρωχημένη, η ιστορία δεν ξεκίνησε να γράφεται με τα πράγματα στα οποία συμφωνούμε απόλυτα, και σίγουρα έχουμε πολλά να μάθουμε μελετώντας την ιστορία του επαναστατικού κινήματος, ακόμα και για να μάθουμε από την αρνητική του πείρα.
Εξάλλου, για να κάνεις κριτική σε μια θέση, οφείλεις πρώτα να την γνωρίζεις. Ειδικότερα δε, όταν μιλάμε για το θέμα του πολέμου, τα σύννεφα του οποίου μας πλακώνουν κάθε μέρα και περισσότερο.
Ο Μπακούνιν για τον εθνικό πόλεμο
Ο Μπακούνιν, μεταξύ άλλων πιο γνωστών έργων, έχει στο βιογραφικό του ένα έργο στο οποίο απευθύνεται και θέτει τα καθήκοντα των συντρόφων του στον επικείμενο τότε πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Πρωσίας στα 1870 -πόλεμο μέσα από τον οποίον ξεπήδησε και η Παρισινή Κομμούνα.
Τίτλος αυτού στα ελληνικά, «Από τον εθνικό στον ταξικό πόλεμο».
Στο έργο αυτό, αναπτύσσει την σκέψη του πάνω στο θέμα των εθνικών πολέμων.
1) Όσον αφορά το θέμα του εθνικού πολέμου, ο Μπακούνιν σε αντίθεση με την γνωστή θέση του αναρχικού χώρου τις τελευταίες δεκαετίες για άρνηση υπεράσπισης συνόρων και πατρίδας εν γένει, κάνει λόγο για υπεράσπιση της πατρίδας από αυτόνομες δυνάμεις του προλεταριάτου, τις οποίες θεωρεί την τελευταία ελπίδα της Γαλλίας για να σωθεί ως ύπαρξη από τον κίνδυνο της Πρωσίας.
Ο Μπακούνιν, συνεπής στο πνεύμα για το οποίο είναι γνωστός, ονειρεύεται ότι αυτό θα γίνει από ορδές εξεγερμένων ανθρώπων χωρίς καμία ιδιαίτερη οργάνωση, αυτό ονομάζει μάλιστα αναρχία, αλλά στην ουσία του θέματος δεν υπερασπίζεται την άρνηση της εμπλοκής σε πόλεμο για την υπεράσπιση μιας χώρας από την επεκτατικότητα μιας άλλης.
Υπόψιν ότι, αντίθετα με την λενινιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η υπόθεση της θέσης του επαναστατικού κινήματος για τον πόλεμο συναρτάται με το αν η χώρα που βρίσκεται σε σύγκρουση είναι ιμπεριαλιστική ή όχι, για τον Μπακούνιν δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια παράμετρος.
Εξάλλου, η Γαλλία της εποχής ήταν μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις παγκόσμια, αν όχι η ισχυρότερη, θέση που κατείχε για αιώνες ήδη.
Η υπεράσπιση της πατρίδας από τον εισβολέα παρουσιάζεται λοιπόν ως αυτονόητη σε κάθε (;) περίπτωση.
Αξίζει να σημειωθεί δε, πως η κριτική του στους «κρατικούς κομμουνιστές» (άγνωστο αν εννοεί τους Μαρξ-Ένγκελς ή άλλους) είναι ότι αυτοί προτάσσουν την άμυνα μέσα από τις δυνάμεις του κρατικού μηχανισμού, αντί της αυτόνομης δράσης του προλεταριάτου.
Σε καμία περίπτωση όμως η υπεράσπιση της πατρίδας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από αμφότερους.
2) Ο Μπακούνιν φαίνεται να δίνει έμφαση στο έργο περισσότερο και από το θέμα της στάσης στον πόλεμο καθ’ εαυτόν, στην σχέση του εξεγερμένου προλεταριάτου με τις μικροαστικές δυνάμεις της εποχής, τους αγρότες.
Σε αντίθεση με την θέση ότι οι μικροαστοί είναι φύσει εχθροί, ο Μπακούνιν προτάσσει μια σειρά από κινήσεις έτσι ώστε να πάρει το προλεταριάτο μαζί του τις δυνάμεις αυτές.
Αυτό μάλιστα δικαιολογείται στο έργο και για καθαρά πρακτικούς λόγους (η αποφυγή της προσφυγής αυτών στο αντιδραστικό στρατόπεδο) και για ηθικούς (δεν συμφωνεί με την επιβολή της επανάστασης πάνω σε κανένα κοινωνικό κομμάτι).
Σε κάθε περίπτωση πάντως οι λόγοι είναι και καθαρά ιδεολογικοί, μιας και ο κολλεκτιβιστικός αναρχισμός του Μπακούνιν εμπνέονταν σε μεγάλο βαθμό από την επίκαιρη τότε αντίθεση της τοπικής αγροτικής αυτονομίας απέναντι στο αστικό κράτος, προτάσσοντας μάλιστα σαν επαναστατικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας μια χαλαρή ομοσπονδιοποίηση παραγωγών που περισσότερο ταυτίζεται με μια επιστροφή στην πρώιμη αστική εποχή που οι μικροαστοί μικροπαραγωγοί επιβίωναν, πάρα με μια σύγχρονη εξέλιξη όπου η παραγωγή γίνεται όλο και πιο μαζικά συγκεντρωμένη.
3) Στην τελευταία σελίδα του έργου, ο Μπακούνιν κάνει μια παρατήρηση που έχει ένα ενδιαφέρον.
Συγκρίνει τη σύγχρονή του Γαλλία με αυτή του 1792, η οποία πέρναγε τη φάση του εμφυλίου πολέμου και η οποία μπόρεσε να αποκρούσει παρόλα αυτά τις επεμβάσεις των άλλων κρατών εκείνη την περίοδο.
Αντίθετα, η Γαλλία της εποχής του βιβλίου, το 1870, παρότι ενωμένη κάτω από την Αυτοκρατορία, δεν είχε το σθένος να αντεπεξέλθει στην δυναμική της Πρωσίας.
Για τον Μπακούνιν, μια τέτοια διαδικασία εθνικής εσωτερικής διαφοροποίησης, όχι μόνο δεν αποδυναμώνει, αλλά απελευθερώνει δυνάμεις που η κανονικότητα της εθνικής ταξικής ομοψυχίας καταπνίγει.
Δεδομένου δε ότι τελικά όντως ήταν το προλεταριάτο του Παρισιού με την κομμούνα του ένα χρόνο μετά που πάλεψε μέχρι τέλους εναντίον και των Πρώσων (αλλά και της γαλλικής κυβέρνησης), μπορούμε να πούμε ότι ο Μπακούνιν επαληθεύτηκε σε ένα βαθμό στη θέση του αυτή.
Θα αποτελούσε ίσως ένα καλό case study να δούμε αν η συσσωρευμένη πείρα των σχεδόν 200 χρόνων επαληθεύει αυτή την εκτίμηση.
Για παράδειγμα, το Βιετνάμ κατάφερε να απωθήσει τις ΗΠΑ, έχοντας πριν νικήσει Γάλλους και Ιάπωνες όχι υπό κάποια αστική εθνική ενότητα (το αντίθετο μάλιστα), αλλά απελευθερώνοντας δυνάμεις που μόνο ένα κομμουνιστικό κίνημα θα μπορούσε να κάνει.
Η επαναστατημένη Ρωσία των μπολσεβίκων θα ήταν ένα άλλο καλό παράδειγμα. Ίσως αυτές οι περιπτώσεις να είναι εξαιρέσεις, ίσως υπάρχει κάτι στην παρατήρηση του Ρώσου αναρχικού.
Σε κάθε περίπτωση αυτό το καθήκον υπερβαίνει το παρόν κείμενο.
Σημειώσεις:
[1]. Για περισσότερα, διάβασε «Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς – Για τον αναρχισμό: Η μάχη με τον μπακουνισμό την περίοδο της Α’ Διεθνούς«, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015.
Πηγή: Κατιούσα