Η «άγνωστη» επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας – Μέρος 17ο
Ο Γενικός Νόμος και η Ιστορική Τάση της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης – Σχετική και Απόλυτη Εξαθλίωση
Συνέχεια από το 16ο Μέρος
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση του κεφαλαίου στον ένα πόλο της καπιταλιστικής κοινωνίας, στον οποίο συγκεντρώνονται τεράστια πλούτη, μεγαλώνει η πολυτέλεια και ο παρασιτισμός, η σπατάλη και η αργία των εκμεταλλευτριών τάξεων, ενώ στον άλλο πόλο της κοινωνίας δυναμώνει ολοένα και περισσότερο ο ζυγός της εκμετάλλευσης, αυξάνει η ανεργία και πέφτει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Η ανακάλυψη και η έρευνα των παραγόντων που προκαλούν την ανεργία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, επέτρεψαν στον Μαρξ να κάνει τη σπουδαία συνόψιση ότι:
«Oσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, η έκταση και η ένταση της αύξησής του, επομένως και το απόλυτο μέγεθος του προλεταριάτου και η παραγωγική δύναμη της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός.
Η αύξηση της διαθέσιμης εργατικής δύναμης προκαλείται από τις ίδιες αιτίες που προκαλούν την αύξηση της επεκτατικής δύναμης του κεφαλαίου. Επομένως, το σχετικό μέγεθος του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού αυξάνει μαζί με τις δυνάμεις του πλούτου.
Όσο μεγαλύτερος όμως είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε σχέση με τον εν ενεργεία εργατικό στρατό, τόσο μαζικότερος είναι ο σταθεροποιημένος υπερπληθυσμός, που η φτώχεια του είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τα βάσανα της δουλιάς του.
Τέλος, όσο πιο μεγάλο είναι το εξαθλιωμένο στρώμα της εργατικής τάξης και ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, τόσο πιο μεγάλος είναι ο επίσημος παουπερισμός. Αυτός είναι ο απόλυτος γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης».[1]
Ο γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι συγκεκριμένη έκφραση της δράσης του βασικού οικονομικού νόμου του καπιταλισμού – του νόμου της υπεραξίας.
Σχετική και Απόλυτη Εξαθλίωση – Η «άγνωστη» επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας – Μέρος 17ο
Η αύξηση του πλούτου των καπιταλιστών και η χειροτέρευση της κατάστασης του προλεταριάτου καθορίζονται νομοτελειακά πρώτα απ’ όλα από το ότι στη βάση της συσσώρευσης του κεφαλαίου βρίσκεται η ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ότι η ίδια η διαδικασία της συσσώρευσης προκαλεί αναπόφευκτα τη δημιουργία και την αύξηση του σχετικού υπερπληθυσμού.
Η αστική οικονομική σκέψη και οι αναθεωρητές ισχυρίζονται, ότι στο βαθμό που αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή, βελτιώνεται τάχα και η κατάσταση των εργατών, σβήνουν οι διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.
Ο Κ. Μαρξ ανακαλύπτοντας τη δράση του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, έβγαλε τα σπουδαιότερο συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο:
«…στο μέτρο που συσσωρεύεται το κεφάλαιο, να χειροτερεύει υποχρεωτικά η κατάσταση του εργάτη, αδιάφορο αν είναι καλή ή κακή η πληρωμή του».[2]
Δηλαδή, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού συντελείται ένα προτσές της σχετικής και της απόλυτης εξαθλίωσης του προλεταριάτου.
Η σχετική εξαθλίωση του προλεταριάτου συνίσταται στο ότι, όσο αυξάνει ο κοινωνικός πλούτος μειώνεται το μερίδιο της εργατικής τάξης στο εθνικό εισόδημα, ενώ το μερίδιο των καπιταλιστών αυξάνεται.
Στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις ανεβαίνει και το επίπεδο των αναγκών όλης της κοινωνίας, μαζί και της εργατικής τάξης.
Αλλά η αύξηση των αναγκών των εργατών δε συνοδεύεται πάντα με άνοδο του πραγματικού μισθού εργασίας.
Η εργατική τάξη, όμως, δεν είναι διατεθειμένη να συμφιλιωθεί με μια τέτοια κατανομή του εθνικού εισοδήματος. Αγωνίζεται για την αύξηση του μεριδίου που παίρνει από το εθνικό εισόδημα.
Η επίδραση του πρώην παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος και των επιτευγμάτων του συνέβαλλαν στις επιτυχίες που σημείωσε η εργατική τάξη των καπιταλιστικών χωρών στη μεταπολεμική περίοδο.
Η αστική τάξη αναγκάστηκε να ικανοποιήσει μια σειρά αιτήματα των εργαζομένων.
Ωστόσο, αυτές τις υποχωρήσεις που κάνει στους εργαζόμενους η αστική τάξη επιδιώκει να τις εκμηδενίσει, όταν της το επιτρέπουν οι συνθήκες.
Η κατάσταση της εργατικής τάξης ορισμένες φορές χειροτερεύει και απόλυτα. Η απόλυτη εξαθλίωση του προλεταριάτου συνίσταται στην πτώση του βιοτικού επιπέδου.
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι η ζωή των εργαζομένων χειροτερεύει από μήνα σε μήνα, και από χρόνο σε χρόνο, αλλά ότι με την ανάπτυξη του καπιταλισμού δυναμώνει την εντατικότητα της εργασίας,
επιταχύνονται οι ρυθμοί της παραγωγής, φθείρεται πρόωρα ο οργανισμός του εργάτη, αυξάνει κατά καιρούς η μαζική και μόνιμη ανεργία, όπως και η αβεβαιότητα των εργαζομένων για το αύριο.
Την απόλυτη εξαθλίωση – κατά τον Λένιν – πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε διττά: Εξαθλίωση με τη «φυσική έννοια» και με την «κοινωνική έννοια».
Σε κατάσταση «φυσικής» εξαθλίωσης βρίσκεται εκείνο το μέρος της εργατικής τάξης που υποβάλλεται σε φυλετικές και εθνικές διακρίσεις, ως προς το μισθό εργασίας, καθώς και λόγω φύλου και ηλικίας, αυτοί που απασχολούνται σε βαριές, ανθυγιεινές δουλιές και μόλις καλύπτουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους σε μέσα διαβίωσης.
Η εξαθλίωση με τη φυσική έννοια εμφανίζεται στις χώρες του καπιταλιστικού κόσμου, όπου η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι ζουν σε πολύ άσχημες συνθήκες, το βιοτικό επίπεδο, μάλιστα, ενός τμήματός της αντί να βελτιώνεται, χειροτερεύει.
Στον κόσμο υπάρχουν σήμερα 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι που ζουν κάτω από όριο της φτώχειας ενώ ένα δισεκατομμύριο είναι οι άνεργοι και οι ημιαπασχολούμενοι.[3]
Όμως και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες υπάρχουν τμήματα και περιοχές όπου το προλεταριάτο ζει σε άθλιες συνθήκες.
Σύμφωνα με την Εκθεση του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη το 1998, στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου:
- 100 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας,
- τουλάχιστον 37 εκατομμύρια είναι οι άστεγοι
- και περίπου 200 εκατομμύρια με αναμενόμενο μέσο όρο ζωής κάτω των 60 ετών.
Χαρακτηριστικό, στις ΗΠΑ το 20% του πληθυσμού είναι, ουσιαστικά, αναλφάβητο και 13% δεν αναμένεται να περάσει τα 60.
Το πλουσιότερο 20% των ανθρώπων στον κόσμο: Καταναλώνει το 45% του κρέατος και του ψωμιού, ενώ το φτωχότερο 1/5 λιγότερο από 5%.
Αντίστοιχα το πλουσιότερο 20% καταναλώνει το 58% της ενέργειας, ενώ το φτωχότερο, λιγότερο από 4%.
Το πρώτο 20% κατέχει το 74% όλων των τηλεφωνικών γραμμών, ενώ το φτωχότερο κατέχει το 1,5%.[4]
Η κατάσταση στην Ελλάδα πριν την Καπιταλιστική Κρίση
Στην Ελλάδα το 20% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και η ανεργία αγγίζει τις 500.000.
Το φτωχότερο 10% του πληθυσμού της χώρας κατέχει μόλις το 2,2% του συνολικού εισοδήματος (στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 2,6%), ενώ το πλουσιότερο 10% κατέχει το 26,3% (ΕΕ 25%).[5]
Το χάσμα αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο αν πάρουμε υπόψη μας ότι το 20% των πλουσιότερων Ελλήνων κατέχει το 41% του ΑΕΠ, ενώ το 20% των φτωχότερων Ελλήνων κατέχει μόλις το 7% του ΑΕΠ.[6]
Η απόλυτη εξαθλίωση με την «κοινωνική έννοια» βρίσκει έκφραση στη διεύρυνση της αναντιστοιχίας μεταξύ του επιπέδου των αναγκών του εργάτη σε μέσα διαβίωσης που ολοένα και μεγαλώνουν και τον πραγματικό βαθμό ικανοποίησής τους.
Ο μισθός του εργάτη παρόλο που αυξάνει, γενικά δεν ανταποκρίνεται στο μέγεθος της αξίας της εργατικής δύναμης.
Συχνά η κατανάλωση από τον εργάτη καινούριων εμπορευμάτων αυξάνει για λογαριασμό του περιορισμού άλλων, αναγκαίων καταναλωτικών αγαθών ή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.
Η κατάσταση χειροτερεύει περισσότερο στη διάρκεια των οικονομικών κρίσεων, τις συνέπειες των οποίων υφίστανται κατά πρώτο και κύριο λόγο οι εργαζόμενοι.
Η εξαθλίωση, η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της εργατικής τάξης αποτελεί τάση, ο βαθμός πραγματοποίησής της όμως, εξαρτάται από τη δύναμη και το βαθμό της αντίδρασης των εργαζομένων.
Η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης
Οσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός συντελείται όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό η καπιταλιστική κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής.
- Αναπτύσσεται ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας.
- Δυναμώνει η αλληλοσύνδεση και η αλληλεξάρτηση των διάφορων κλάδων της οικονομίας.
- Αυξάνουν σε τεράστιο βαθμό οι οικονομικοί δεσμοί ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις, περιοχές και σε ολόκληρες χώρες.
Δημιουργείται η μεγάλη παραγωγή στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία. Αυξάνεται η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, τα αποτελέσματα της οποίας γίνονται ατομική ιδιοκτησία των καπιταλιστών.
Ετσι, βαθαίνει και δυναμώνει η βασική αντίθεση του καπιταλισμού ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της.
«Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας –τονίζει ο Κ. Μαρξ– φτάνουν σε ένα σημείο όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα.
Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται».[7]
Με λίγα λόγια αυτή είναι η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Ο καπιταλισμός αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις και κοινωνικοποιώντας την εργασία, σκάβει ο ίδιος τον τάφο του και ο ίδιος δημιουργεί και το νεκροθάφτη του – το επαναστατικό προλεταριάτο,
που θα τον αντικαταστήσει με ένα νέο – απαλλαγμένο από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο κοινωνικό σύστημα, το σοσιαλισμό, σαν πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Συνεχίζεται με το 18ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Καρλ Μαρξ:«Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 667.
[2]. Στο ίδιο, σελ. 668.
[3]. Το άρθρο γράφτηκε το 2003, πριν την εμφάνιση της τελευταίας παγκόσμιιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Σήμερα η κατάσταση της εργατικής τάξης έχει χειροτερέψει δραματικά.
[4]. UNDP: «Η ανθρώπινη ανάπτυξη το 1998», «Εξπρές» 10.9.1998.
[5]. «Καθημερινή», 4.9.1999.
[6]. «Καθημερινή», 26.9.1999.
[7]. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 787.
Πηγή: Ριζοσπάστης