Η Ανοδος και η Πτώση του «Αδιάφθορου» – Επίλογος
227 χρόνια από τον θάνατο του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου
Συνέχεια από το 3ο Μέρος
Παρά την νίκη των Ιακωβίνων ο Ροβεσπιέρος εκτιμά σωστά πως ο κίνδυνος δεν έχει εκλείψει:
«Χρειάζεται ενιαία βούληση. Ο εσωτερικός κίνδυνος προέρχεται από την αστική τάξη. Για να νικηθεί η αστική τάξη ο λαός πρέπει να είναι ενωμένος. Ο λαός πρέπει να ενωθεί με τη Συμβατική, και η Συμβατική πρέπει να υπηρετεί το λαό».
Με βάση αυτή την αρχή συντάσσεται το Σύνταγμα του 1793, που ψηφίστηκε στις 24 του Ιούνη, αλλά δεν πρόλαβε να μπει ποτέ σε εφαρμογή.
Ο Ροβεσπιέρος είναι σαφής:
«Ο σκοπός της συνταγματικής διακυβέρνησης είναι να διατηρήσει τη Δημοκρατία. Ο σκοπός της επαναστατικής διακυβέρνησης είναι να τη θεμελιώσει».[1]
Πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος, πρέπει να χτιστεί το οικοδόμημα της Δημοκρατίας. Αυτή είναι η αγωνία του Ροβεσπιέρου.
Οσο συνεχίζεται ο πόλεμος, η χώρα θα κυβερνιέται μέσω της επαναστατικής δικτατορίας που η ουσία της είναι είναι δημοκρατική.
Η επαναστατική τρομοκρατία είναι απαραίτητη για την κάθαρση, και η κάθαρση δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή των «αβράκωτων».
Η πρακτική ωστόσο απέχει από τις ιδεαλιστικές επιδιώξεις. Τα πράγματα εξελίσσονται πολύ αργά για τον ανυπόμονο πλέον λαό.
Μόλις στις 8 του Ιούλη 1793, ένα σχετικά μετριοπαθές κείμενο του Σεν Ζιστ ξεκινά τη διαδικασία της καταδίκης μιας μικρής μερίδας της ηγεσίας των Γιρονδίνων.
Ο επαναστατικός τρομοκρατικός μηχανισμός μπαίνει αργά σε λειτουργία. Το όργανο που κινεί τις διαδικασίες είναι η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας.
Στις 10 του Ιούλη η σύσταση της Επιτροπής ανανεώνεται. Ανάμεσα στα 12 μέλη της εκλέγεται ο Ροβεσπιέρος, ο Σεν Ζιστ και ο Κουτόν.
Μόνον αυτοί οι τρεις είναι οπαδοί των ιδεών του Ρουσό και υποστηρίζουν την επαναστατική τρομοκρατία. Οι υπόλοιποι είναι άνθρωποι με πρακτικές μετριοπαθείς αντιλήψεις.
Στην ιστορία, αυτή η επιτροπή έμεινε με το όνομα «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας» και κυβέρνησε τη Γαλλία για έναν περίπου χρόνο.
Παρά τα όσα έχουν γραφτεί από τις αστικές πένες, οι εξουσίες της «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» δεν υπήρξαν ποτέ απόλυτες.
Κάθε της ενέργεια βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Συμβατικής.
Ετσι η ευθύνη για τις πολιτικές εξελίξεις στο επόμενο διάστημα ανήκει συλλογικά στη Συμβατική, και σε καμία περίπτωση αποκλειστικά στον Ροβεσπιέρο, όπως τον έχουν κατηγορήσει.
Από την άποψη της καθημερινής πρακτικής, η διακυβέρνηση ανήκε περισσότερο στα 9 μετριοπαθή μέλη της «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» παρά στους Ροβεσπιέρο, Σεν Ζιστ και Κουτόν.
Η Ανοδος και η Πτώση του «Αδιάφθορου» – Επίλογος
Στην ουσία, η συμβολή του Ροβεσπιέρου στην «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας» ήταν η μεγάλη του δημοτικότητα και η φήμη του σαν «αδιάφθορου» πολιτικού άντρα, που ανταποκρινόταν πέρα για πέρα στην αλήθεια.
Ο Ροβεσπιέρος άλλωστε ήταν αυτός που έδινε συστηματικά λόγο για τις ενέργειες της Επιτροπής στη Συμβατική και στο λαό.
Κι η ουσιαστική του διαφορά με τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής ήταν ότι ενώ εκείνοι έβλεπαν την επαναστατική τρομοκρατία σαν μέσο για τη λύτρωση της χώρας από τα δεινά του πολέμου και την εσωτερική δράση της αντεπανάστασης, ο Ροβεσπιέρος την εξιδανίκευε και τη θεωρούσε σαν το όργανο για τη θεμελίωση του ιδανικού κράτους του Ρουσό, που θα λειτουργούσε σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1793.
Για όσους διατηρούσαν ακόμη τις επιφυλάξεις τους, η είσοδος στον πόλεμο και της Αγγλίας αποτέλεσε το τελευταίο χτύπημα στην πολιτική που τήρησαν οι Γιρονδίνοι.
Ολες οι προβλέψεις του Ροβεσπιέρου επαληθεύονται.
Ο Ροβεσπιέρος θα παραμείνει για ένα χρόνο το κεντρικό πρόσωπο της πολιορκημένης από παντού Επανάστασης.
Σε αντίθεση με τους συνεργάτες του, ο ίδιος δεν ανέλαβε καμία «αποστολή» θεωρώντας πως έπρεπε να παραμένει στο Παρίσι. Άλλωστε δεν φοβάται τους ξένους εισβολείς.
Είναι σίγουρος ότι στα μέτωπα του πολέμου η Επανάσταση θα νικήσει, αν υπάρχει στο Παρίσι μια σωστή διακυβέρνηση.
Σε τελική ανάλυση οι στρατιωτικές νίκες τον αφήνουν αδιάφορο. Η ουσία της Επανάστασης τον ενδιαφέρει. Οι στρατιωτικές νίκες είναι υπόθεση των στρατηγών.
Ο Ροβεσπιέρος αποβλέπει στην αξιοποίηση των εξελίξεων στα μέτωπα προς όφελος της Επανάστασης. Αυτόν το ρόλο αναθέτει στον εαυτό του.
Κατά τη γνώμη του, κάθε ήττα στα μέτωπα, αλλά και κάθε νίκη, αντιπροσωπεύουν έναν κίνδυνο για την Επανάσταση.
Κάθε μεταγενέστερος επαναστάτης οφείλει πολλά στη συγκεκριμένη αντίληψη που προσφέρει η Ροβεσπιερική σκέψη.
Πάνω σ’ αυτό το θέμα, ο Μπαρέρ έγραψε ότι ο Ροβεσπιέρος:
«Δεν αγαπούσε τις στρατιωτικές νίκες».[2]
Ολο το μεγαλείο της πολιτικής σκέψης του, αλλά και όλο το προσωπικό του δράμα βρίσκεται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο.
Αντιλαμβάνεται ότι όσο πολλαπλασιάζονται οι νίκες του επαναστατικού στρατού, τόσο η πολιτική διάσταση της Επανάστασης του διαφεύγει.
Πρόθεσή του είναι να βγάλει την Επανάσταση από τη φιδοφωλιά του πολέμου, ώστε να επιδοθεί απερίσπαστος στην οικοδόμηση της Δημοκρατίας.
Ονειρεύεται μια ιδανική κοινωνία, όπου η αριστοκρατία του πλούτου δεν έχει θέση .
Γι’ αυτόν το λόγο, όταν προς τα τέλη του 1793 αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται οι νίκες στα μέτωπα, ο Ροβεσπιέρος σχολιάζει κάθε νίκη από την προοπτική της Δημοκρατίας.
Υπενθυμίζει ότι ο πόλεμος –ανεξάρτητα από την έκβασή του– τροφοδοτεί και παχαίνει την αριστοκρατία του πλούτου.
Ο πόλεμος διαφθείρει τις συνειδήσεις, αμβλύνει την πολιτική ορθοκρισία και θέτει εμπόδια στην κοινωνική επανάσταση του φτωχού.
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του επικεφαλής της «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας», ο Ροβεσπιέρος εξηγεί στους Ιακωβίνους ότι οι προσπάθειες της εξουσίας οφείλουν να στραφούν προς δύο παράλληλες κατευθύνσεις:
Τη διασφάλιση της τροφοδοσίας των πόλεων και την υιοθέτηση των λαϊκών αιτημάτων.
Πράγματι, με τα μέτρα που παίρνει η Επιτροπή, η απειλή της πείνας αντιμετωπίζεται τόσο στο Παρίσι όσο και στις άλλες γαλλικές μεγαλουπόλεις.
Η διαχείριση όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση και οι ελλείψεις στην αγορά παραμένουν.
Τον Αύγουστο του 1793, ο Ροβεσπιέρος κάνει μια γενναία προσπάθεια για να σφυρηλατήσει την ενότητα της Επιτροπής, και συνάμα να θέσει τη Συμβατική επικεφαλής του επαναστατικού κινήματος.
Ο πόλεμος είναι η μεγάλη πληγή. Αναθέτει τη διεξαγωγή του στον Καρνό, κάτω από την αυστηρή επαγρύπνηση του Σεν Ζιστ.
Στο μεταξύ, στη Λέσχη των Ιακωβίνων, δέχεται τις επιθέσεις του Εμπέρ.
Με έναν έξυπνο πολιτικό χειρισμό, υιοθετεί τα αιτήματα των οπαδών του Εμπέρ, αλλά συνάμα αρνείται να μεταβάλει τη σύνθεση της Επιτροπής.
Από την άλλη μεριά βρίσκεται μόνιμα αντιμέτωπος με τη μετριοπάθεια των μελών της Συμβατικής.
Σαν μόνη λύση βρίσκει την ενίσχυση των εξουσιών της Επιτροπής διασφαλισμένη από τη λαϊκή συναίσθηση.
Το φθινόπωρο του 1793, η πολιτική του Ροβεσπιέρου αρχίζει να αποδίδει καρπούς.
Για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης οργανώνει ένα τεράστιο σύστημα ελέγχου των συναλλαγών και των αποθεμάτων.
Ετσι, ο πληθυσμός των πόλεων γλιτώνει από την πείνα, ενώ η αισχροκέρδεια χτυπιέται αλύπητα.
Για πρώτη –και τελευταία– φορά στην ιστορία της επανάστασης, από το Σεπτέμβρη του 1793 έως τον Απρίλη του 1794, σταματά η υποτίμηση του ασινιάτου.
Η σωστή διαχείριση των οικονομικών και η σοφή επίβλεψη των στρατιωτικών απέδωσαν χειροπιαστούς καρπούς στα μέτωπα.
Η Ανοδος και η Πτώση του «Αδιάφθορου»
Το φθινόπωρο του 1793, οι νίκες στα μέτωπα ακολουθούν η μια την άλλη. Ο Ροβεσπιέρος δίνει μια πλήρη εικόνα της κατάστασης στις 25 του Σεπτέμβρη:
«Εχουμε να διευθύνουμε έντεκα στρατιές, έχουμε να αντιμετωπίσουμε όλο το βάρος της Ευρώπης, έχουμε να αποκαλύψουμε παντού προδότες, πράκτορες πληρωμένους με το χρήμα των ξένων δυνάμεων, έχουμε να επιβλέψουμε έναν παραδόπιστο διοικητικό μηχανισμό, έχουμε να υπερβούμε χιλιάδες εμπόδια, έχουμε την υποχρέωση να πάρουμε για κάθε περίσταση σοφά μέτρα, έχουμε να πολεμήσουμε όλους τους τυράννους, έχουμε να αντιμετωπίσουμε όλους τους συνωμότες.
Αν λοιπόν αυτοί που μας κατακρίνουν καταφέρουν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή δεν αποτελείται από καλούς πολίτες, τότε η λευτεριά έχει χαθεί, γιατί αναμφίβολα η φωτισμένη κοινή γνώμη μόνο σε τέτοιους ανθρώπους πρέπει να δείξει την εμπιστοσύνη της και να αποθέσει στα χέρια τους τα ηνία της εξουσίας».[3]
Από τα τέλη του Σεπτέμβρη διευρύνονται οι εξουσίες της Επιτροπής. Η επαναστατική τρομοκρατία στρέφεται ενάντια στους αντεπαναστάτες.
Στη φοβερή του αναφορά στις 10 του Οκτώβρη, ο Σεν Ζιστ βάζει το δάχτυλο στην πληγή:
«Οι νόμοι είναι επαναστατικοί, αυτοί που τους εφαρμόζουν δεν είναι […] Η δημοκρατία θα έχει θεμελιωθεί στέρεα μόνον όταν η κυρίαρχη θέληση θα έχει καταπνίξει τη μοναρχική μειοψηφία και θα την εξουσιάζει σύμφωνα με το κατακτητικό δίκαιο […] Πρέπει να κυβερνάμε με το μαστίγιο αυτούς που δεν μπορούν να κυβερνηθούν με το δίκαιο».[4]
Αυτή την εποχή αρχίζει πραγματικά αυτό που έμεινε στην ιστορία σαν Μεγάλη Τρομοκρατία.
Πρώτη στην γκιλοτίνα ανεβαίνει η Μαρία Αντουανέτα κι ακολουθούν οι ηγέτες της παράταξης του Λαφαγιέτ, οι ηγέτες της παράταξης των Γιρονδίνων, οι στρατηγοί.
Ο Σεν Ζιστ, σε συνεννόηση με τον Ροβεσπιέρο, δηλώνει:
«Οφείλετε να τιμωρήσετε όχι μόνον τους προδότες αλλά και τους αδιάφορους».
Ο γενικός απολογισμός της Μεγάλης Τρομοκρατίας είναι μάλλον μέτριος. Γιατί έκανε λιγότερα από όσα ζητούσαν οι «αβράκωτοι», αλλά και περισσότερα από όσα επιδίωκαν οι μετριοπαθείς κεντρώοι.
Ο Ροβεσπιέρος δεν κρύβει τις προθέσεις του απέναντι στους προδότες της Επανάστασης:
«Θέλω να σας κάνω να φοβάστε την Επαναστατική Εξουσία. Θέλω να σας κάνω να φοβάστε την Εθνική Δικαιοσύνη. Κι εγώ λέω ότι αυτή τη στιγμή όποιος φοβάται είναι ένοχος. Γιατί η αθωότητα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τη Δημόσια Επίβλεψη…».[5]
Το Μάη του 1794, με εισήγηση του Ροβεσπιέρου, η Συμβατική ψηφίζει τη θέση:
«O γαλλικός λαός αναγνωρίζει την ύπαρξη του Υπέρτατου Οντος και την αθανασία της ψυχής».
Εχει προηγηθεί ο αποκεφαλισμός των οπαδών του Εμπέρ, του Σομέτ, ακόμη και του αμφιλεγόμενου Νταντόν.
Αποκομμένος από τη λαϊκή βάση, ο ιακωβινισμός αναζητά ιδεολογικά στηρίγματα στη «δημοκρατική» μεταφυσική.
Ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος αντιτάχθηκε στον βίαιο αποχριστιανισμό της γαλλικής κοινωνίας. Εκφράζει την άποψη, ότι η «αθεΐα» είναι αριστοκρατική.
Ο λαός, κατά τη γνώμη του, πιστεύει σε ένα αγαθό Υπέρτατο Ον που τιμωρεί τους άδικους και δικαιώνει τους αδικημένους.
Κι όταν επιτέλους νιώθει να τον πνίγουν τα σκοτάδια της μεταφυσικής, ομολογεί με απέραντη ειλικρίνεια:
«Κι αν η ύπαρξη του Θεού, κι αν η αθανασία της ψυχής, δεν ήσαν παρά μόνον όνειρα, ακόμη και τότε, θα αποτελούσαν την ωραιότερη από τις συλλήψεις του ανθρώπινου πνεύματος».[6]
Ο μικροαστικός ιδεαλισμός του Ροβεσπιέρου αποκαλύπτεται σε όλη του την έκταση το Μάη του 1794:
«Στην ουσία της η αθεΐα είναι αντεπαναστατική».
Οι αντιφάσεις του ιακωβινισμού είναι πλέον ολοφάνερες. Γιατί ο ιακωβινισμός δεν εξέφρασε ποτέ μια κοινωνική τάξη με τη σημερινή έννοια.
Ολη του η πολιτική πορεία υπήρξε μια ακροβασία ανάμεσα στις επιδιώξεις της αστικής τάξης και τα αιτήματα των «αβράκωτων».
Ετσι αναγκάστηκε να στήσει το ιδεολογικό του οικοδόμημα από την κορυφή και όχι από τα θεμέλια. Η έννοια του Υπέρτατου Οντος του φάνηκε πρόσφορη. Μάλλον του ήταν αναγκαία.
Αλλά στο πολιτικό στάδιο, από αυτή τη στιγμή κι έπειτα, ο ιακωβινισμός καταντά ουτοπικός. Και η αστική τάξη δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Στις 8 του Ιούνη, ο Ροβεσπιέρος, περισσότερο σαν «αρχιερέας» και λιγότερο σαν πρόεδρος της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης του γαλλικού λαού, μπαίνει επικεφαλής της πομπής για τη μεγαλόπρεπη γιορτή προς τιμή του Υπέρτατου Οντος.
Η μεγάλη δημοτικότητα και το ηθικό κύρος ήταν η μεγάλη συμβολή του Ροβεσπιέρου στη σύνθεση της Επιτροπής. Αλλά τα μετριοπαθή μέλη της Επιτροπής δεν του παράδωσαν ποτέ στα χέρια την πραγματική εξουσία.
Οι δυνάμεις της πλουτοκρατίας καιροφυλακτούσαν.
Οταν με εισήγηση του Κουτόν αναστέλλονται οι δικονομικοί περιορισμοί και το Επαναστατικό Δικαστήριο στέλνει μέσα σε ένα μήνα 1.300 άτομα στην γκιλοτίνα, τα μέλη της Επιτροπής φορτώνουν πρόθυμα τις υπερβάσεις της εξουσίας στη ράχη του Ροβεσπιέρου.
Κι εκείνος ζητά χρονικά περιθώρια για να ετοιμάσει την απολογία του.
Η αντίδραση εκμεταλλεύεται την απουσία του και κερδίζει έδαφος στη Συμβατική.
Μάταια τον προειδοποιούν για τους κινδύνους οι προσηλωμένοι στην ακεραιότητα του χαρακτήρα του Ιακωβίνοι.
Στις 26 του Ιούλη, ο Ροβεσπιέρος ανεβαίνει επιτέλους στο βήμα της Συμβατικής.
Ζητά τον περιορισμό της τρομοκρατίας, την ενίσχυση της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας και την αναδιοργάνωση της Επιτροπής Γενικής Ασφαλείας.
Από τα μέλη της τελευταίας είχε δεχθεί και τις περισσότερες επιθέσεις. Συνοδεύει το λόγο του με ένα πλήθος από απειλές.
Τρομοκρατημένη η Συμβατική ψηφίζει αμέσως την πρότασή του.
Στη συνέχεια όμως, ανεβαίνουν στο βήμα ο Καμπόν και ο Μπιλό που πείθουν το σώμα να αναθεωρήσει την απόφασή του.
Η συνεδρίαση της επόμενης μέρας, 27 του Ιούλη 1794, ή 9η Θερμιδώρ, σύμφωνα με το επαναστατικό ημερολόγιο, συσπείρωσε τα πλέον αντιφατικά συμφέροντα σε βάρος του Ροβεσπιέρου.
Από τη μια μεριά οι δολοπλοκίες μιας μερίδας των Ιακωβίνων. Από την άλλη ο φόβος εκείνων που πίστευαν ότι σύντομα θα έρθει η σειρά τους να ανέβουν στην γκιλοτίνα.
Και κοντά σ’ αυτούς, οι πρώην οπαδοί του Νταντόν, που ζητούσαν την εκδίκηση του ηγέτη τους.
Ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε ανατραπεί από τη στιγμή που συρρικνώθηκε η λαϊκή βάση των Ιακωβίνων.
Η αντίδραση, με το προσωπείο των μετριοπαθών της Συμβατικής, μπορούσε ελεύθερα να χτυπήσει.
Ετσι, η Συμβατική ψήφισε τη σύλληψη του Ροβεσπιέρου, του Σεν Ζιστ, του Κουτόν, του Λεμπά και του Αυγουστίνου Ροβεσπιέρου, μικρότερου αδελφού του ηγέτη της ιακωβίνικης παράταξης.
Ο Φρανσουά Ανριό με ένα τμήμα της Εθνοφρουράς τον απελευθερώνει και τον μεταφέρει στο Δημαρχείο.
Ο Ροβεσπιέρος δεν βρίσκει τη δύναμη να δράσει. Δεν μπορεί να δράσει έξω από τα πλαίσια της Συμβατικής, και το ίδιο βράδυ η Συμβατική τον κηρύσσει εκτός νόμου.
Αναθέτει στον Μπαρά να τον συλλάβει. Ακολουθεί μια σύντομη σύγκρουση. Ένας εθνοφρουρός με ένα φοβερό χτύπημα σπάει το σαγόνι του Ροβεσπιέρου. Τραυματισμένος κλείνεται στη φυλακή μαζί με τους υπόλοιπους.
Την επομένη, 28 του Ιούλη 1794, ο Ροβεσπιέρος, ο Σεν Ζιστ, ο Κουτόν κι οι στενότεροι συνεργάτες τους αποκεφαλίστηκαν χωρίς δίκη, στην Πλας ντε Γκρεβ.
Το αντεπαναστατικό πραξικόπημα τερμάτισε έτσι τη διακυβέρνηση της Γαλλίας από τους Ιακωβίνους.
Η Ανοδος και η Πτώση του «Αδιάφθορου» – Επίλογος
Μετά το θάνατο του Ροβεσπιέρου θριάμβευσε η αστική αντίδραση. Ο δρόμος για τον Βοναπάρτη ήταν πλέον ανοιχτός.
Μετά την εκτέλεση των 22, ακολουθούν και άλλες εκτελέσεις Ιακωβίνων και λίγους μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 1794, διαλύεται και η ίδια η Λέσχη των Ιακωβίνων.
Μ’ αυτό το τρόπο έληξε η Περίοδος της Τρομοκρατίας (Νοέμβριος 1793 – Ιούλιος 1794) της Γαλλικής Επανάστασης, που ονομάστηκε έτσι λόγω των κατασταλτικών μέτρων που ακολούθησε για να επιβληθεί.
Πρέπει να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος αποδέχθηκε την ονομασία «Τρόμος» και χαρακτηριστικά προσπαθώντας να ορίσει τον Τρόμο θετικά έλεγε:
«Οπως στους καιρούς της ειρήνης κίνητρο μιας λαϊκής κυβέρνησης είναι η αρετή, έτσι και στην επανάσταση κίνητρο είναι ταυτόχρονα και η αρετή και η τρομοκρατία: η αρετή χωρίς την οποία η τρομοκρατία είναι ολέθρια, η τρομοκρατία, χωρίς την οποία η αρετή είναι αδύναμη.
Η τρομοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από την άμεση, αυστηρή και ανένδοτη δικαιοσύνη. Είναι έτσι μια απόρροια της αρετής: είναι λιγότερο μια ιδιαίτερη αρχή και περισσότερο ένα λογικό συνακόλουθο από τη γενική αρχή της δημοκρατίας, εφαρμοσμένο στις πιο επείγουσες ανάγκες της πατρίδας».[7]
Εμπροσθοφυλακή της αστικής πολεμικής κατά του Ροβεσπιέρου και της Τρομοκρατίας των Ιακωβίνων, ήταν οι λεγόμενοι κλασικοί του Αναρχισμού –Προυντόν, Μπακούνιν, Κροπότκιν– οι οποίοι κατήγγειλαν επανειλημμένα την στάση των ιακωβίνων, καθώς ήταν ανήμποροι να ξεχωρίσουν το επιθυμητό από το αναγκαίο, εξαιτίας του ιδεαλισμού και της μεταφυσικής τους προσέγγισης.
Μια προσέγγιση, που όχι μόνο δεν προτείνει λύσεις αλλά ούτε απαντά στο ερώτημα:
Με ποιον τρόπο μια επαναστατική επιτροπή ή κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει τις αντεπαναστατικές απόπειρες της (πρώην) κυρίαρχης τάξης, ώστε να διαφυλάξει και να εδραιώσει την εξουσία της;
Σημειώσεις:
[1]. «Μαρά – Σεν Ζιστ – Ροβεσπιέρος, Κείμενα»,εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 177.
[2]. Στο ίδιο, σελ. 179.
[3]. Στο ίδιο, σελ. 180.
[4]. A. Soboul – W. Markov: «1789, Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 271.
[5]. «Μαρά – Σεν Ζιστ – Ροβεσπιέρος, Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 181.
[6]. Στο ίδιο, σελ. 181.
[7]. A. Soboul – W. Markov: «1789, Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 293.