10 μήνες και 24 ημέρες μετά τη Συμφωνία του Μονάχου!
Τα γεγονότα που οδήγησαν τους Σοβιετικούς να υπογράψουν συνθήκη μη επίθεσης με τους Γερμανούς (Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπερντροπ)
Στα πρακτικά της δίκης της Νυρεμβέργης, ο αντιπρόσωπος της Τσεχίας ρωτάει τον στρατάρχη του Γ’ Ράιχ, Βίλχελμ Κάιτελ:
«Το Ράιχ θα επιτίθονταν ενάντια στην Τσεχοσλοβακία το 1938, εάν οι Δυτικές Δυνάμεις είχαν υποστηρίξει την Πράγα;»
Η απάντηση του Κάιτελ ήταν σαφής:
«Ασφαλώς όχι! Δεν ήμασταν αρκετά ισχυροί από στρατιωτικής απόψεως. Ο αντικειμενικός στόχος του Μονάχου (της Συμφωνίας) ήταν να βγάλουμε τη Σοβιετική Ενωση από τη μέση, να κερδίσουμε χρόνο και να συμπληρώσουμε τους γερμανικούς εξοπλισμούς».
Η Συμφωνία του Μονάχου υπογράφεται στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας, Ιταλίας και αποτελεί την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Με βάση τους όρους της οργανώνεται ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας.
Η Βρετανία, δια του πρωθυπουργού της Τσάμπερλεν, η Γαλλία με τον Νταλαντιέ, η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι και η ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ υπογράφουν μεταξύ τους ένα κείμενο που αφορά την διάλυση μιας πέμπτης χώρας.
Η ίδια η Τσεχοσλοβακία δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στις συνομιλίες που αφορούν το μέλλον της.
Μια μέρα πριν κριθεί η τύχη της, στις 28 Σεπτεμβρίου, ενημερώνουν την κυβέρνησή της ότι την επομένη θα λάβει χώρα η συνδιάσκεψη που θα την αφορά.
Ωστόσο, της έχουν επιτρέψει να στείλει αντιπροσώπους προκειμένου να τους ανακοινωθεί προσωπικά η απόφαση των Τεσσάρων Μεγάλων.
Εκτός από τους Τσεχοσλοβάκους, από τις συνομιλίες έχουν αποκλειστεί και οι εκπρόσωποι της Σοβιετικής Ένωσης.
Για την ακρίβεια, οι Σοβιετικοί όχι μόνο δεν προσκαλέστηκαν αλλά, σύμφωνα με τον πρέσβη της ΕΣΣΔ στο Λονδίνο, Ιβάν Μαΐσκι:
«…η βρετανική κυβέρνηση δεν αποτόλμησε ούτε μια φορά να συμβουλευτεί την ΕΣΣΔ στο ζήτημα της Τσεχοσλοβακίας ή της ευρωπαϊκής ειρήνης».
Επιπλέον, την ίδια μέρα που υπογράφεται η συμφωνία (29 Σεπτεμβρίου 1938) ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, λόρδος Χάλιφαξ καλεί τον πρέσβη της Σοβιετικής Ενωσης για να δικαιολογηθεί για τον αποκλεισμό της χώρας του από τις συνομιλίες.
Χαρακτηριστικά του λέει:
«Οπως ξέρεις και ο ίδιος πολύ καλά οι αρχηγοί των κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Ιταλίας δε θα επιθυμούσαν κάτω από τις σημερινές συνθήκες να παρακαθίσουν στο τραπέζι μιας συνδιάσκεψης μαζί με τους Σοβιετικούς».
Ουσιαστικά, αυτό που ανακοινώνεται στον Σοβιετικό πρέσβη είναι ότι ο Χίτλερ αποφασίζει τη σύνθεση της συνδιάσκεψης, ενώ ο Τσάμπερλεν τον ακολουθεί.
Επειδή ο αναγνώστης οφείλει πάντα να αμφισβητεί τα γραφόμενα, καθώς η Ιστορία εμπεριέχει τη διάσταση της υποκειμενικής ερμηνείας, ας δούμε τον τρόπο που περιγράφει ο Τσώρτσιλ, γνωστός για το αντικομουνιστικό του φρόνημα, τη στάση του συντηρητικού πρωθυπουργού του.
10 μήνες και 24 ημέρες μετά τη Συμφωνία του Μονάχου!
Καταρχάς το 17ο κεφάλαιο των Απομνημονευμάτων του τιτλοφορείται «Η Τραγωδία Του Μονάχου» συνεπώς αναγνωρίζει ευθύς εξ αρχής τη διάσταση της «τραγωδίας» σε αυτή τη συμφωνία και συνεχίζει ως εξής :
«Ο Βρετανός πρωθυπουργός τηλεγράφησε στον Χίτλερ και του πρότεινε να πάει να τον δει… το απόγευμα έλαβε την απάντηση του Χίτλερ, που τον προσκαλούσε να πάει στο Μπερχτενσγκάντεν.
Το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου 1938 ο Τσάμπερλεν έφθασε στο αεροδρόμιο του Μονάχου. Όταν τα νέα έφτασαν στην Πράγα, οι Τσέχοι ηγέτες δεν μπορούσαν να το πιστέψουν ως δυνατόν. Έμειναν άναυδοι.
Τη στιγμή ακριβώς που για πρώτη φορά ήταν κύριοι της εσωτερικής κατάστασης στις περιοχές των Σουδητών, ο ίδιος ο Βρετανός Πρωθυπουργός επισκέπτονταν τον Χίτλερ! Αυτή η ενέργεια καταλάβαιναν ότι θα εξασθενούσε τη θέση τους απέναντι στη Γερμανία […]
Το ταξίδι του Τσάμπερλεν έδινε την ευκαιρία να αυξήσουν οι Γερμανοί τις απαιτήσεις τους (για προσάρτηση της τσεχοσλοβάκικης ζώνης της Σουδητίας) και οι εξτρεμιστές του σουδητικού κόμματος, σύμφωνα με τις οδηγίες που λάμβαναν από το Γ’ Ράιχ, άρχισαν τώρα να ζητούν φανερά την ένωση με το Ράιχ».
Ο Βρετανός πρωθυπουργός συναντά τον Χίτλερ και λαμβάνει από εκείνον τις απαιτήσεις του για τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας.
Δύο μέρες μετά, στις 17 Σεπτεμβρίου ο Τσάμπερλεν επιστρέφει στο Λονδίνο.
Στις 19 Σεπτεμβρίου η Αγγλία και η Γαλλία ανακοινώνουν στην Τσεχοσλοβακία το τελεσίγραφό τους με βάση το οποίο η χώρα πρέπει να παραχωρήσει άμεσα στη Γερμανία όλες τις περιοχές στις οποίες οι κάτοικοι είναι άνω του 50% Γερμανοί.
Για να πιεστεί ακόμα περισσότερο η τσεχοσλοβάκικη κυβέρνηση και να αποδεχτεί τον διαμελισμό της πατρίδας της, ο Αγγλος και ο Γάλλος πρεσβευτής στην Πράγα επισκέπτονται τον Πρόεδρο Μπένες (Τσεχοσλοβάκος πρόεδρος) στις 2 το πρωί, ξημερώνοντας η 21η Σεπτεμβρίου.
Σε αυτή τη μεταμεσονύχτια επίσκεψη του ανακοινώνουν τα εξής:
«Δεν υπάρχει καμία ελπίδα μεσολάβησης, αποδεχτείτε τις αγγλογαλλικές προτάσεις (ουσιαστικά ήταν οι προτάσεις του Χίτλερ) πριν δημιουργηθεί μια κατάσταση τέτοια για την οποία η Αγγλία και η Γαλλία δεν θα αναλάβουν καμία ευθύνη».
Οπως παρατηρεί στα Απομνημονεύματά του ο Τσώρτσιλ, η Αγγλία και η Γαλλία είχαν τουλάχιστον την
«…ντροπή να ενημερώσουν προφορικά την Τσεχοσλοβάκικη πλευρά…».
Με αυτό τον άμεσο και σαφή τρόπο, η Τσεχοσλοβακία κατανόησε ότι η Γαλλία, αν και είχε πρόσφατα υπογράψει σύμφωνο συμμαχίας μαζί της, δεν ήταν διατεθειμένη να το τηρήσει.
Ωστόσο, για να έχουμε ολόκληρη την εικόνα του ιστορικού τοπίου πρέπει να δούμε ποια στάση τήρησε η Σοβιετική Ένωση απέναντι στο διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας.
Αν και η Βρετανία είχε παραμερίσει εντελώς τη Σοβιετική Ενωση, ο Επίτροπος των Εξωτερικών της ΕΣΣΔ δήλωσε σε συνέλευση που έγινε στη Γενεύη στην Κοινωνία των Εθνών (ΟΗΕ) στις 21 Σεπτεμβρίου τα εξής:
«Κατά την παρούσα στιγμή η Τσεχοσλοβακία υφίσταται επεμβάσεις στις εσωτερικές της υποθέσεις από γειτονικό της κράτος και απειλείται δημόσια και φανερά με επίθεση […]
Η Σοβιετική Κυβέρνηση, αντιληφθείσα αμέσως τη σημασία αυτού του γεγονότος για την τύχη ολόκληρης της Ευρώπης πλησίασε επισήμως τις άλλες Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις (Αγγλία και Γαλλία) με σκοπό να υιοθετήσουν συλλογικά μέτρα προφύλαξης.
Δυστυχώς η πρόταση αυτή δεν έτυχε της δέουσας προσοχής. Αν είχε εφαρμοστεί από πλευράς Αγγλίας και Γαλλίας, θα ήταν δυνατόν να μας είχε σώσει από την ανησυχία την οποία αισθάνεται όλος ο κόσμος σήμερα […]
Εμείς (η Σοβιετική Ενωση) προτιθέμεθα να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το γάλλο-ρωσικό σύμφωνο και να παράσχουμε με τη Γαλλία κάθε βοήθεια στην Τσεχοσλοβακία με κάθε δυνατό τρόπο.
Το υπουργείο μας των Στρατιωτικών είναι πρόθυμο να συμμετάσχει αμέσως σε σύσκεψη με τους αντιπροσώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας για να συζητήσει τα κατάλληλα μέτρα για την παρούσα στιγμή.
Μόλις πριν από δύο μέρες η Τσεχοσλοβάκικη Κυβέρνηση απηύθυνε επίσημη ερώτηση προς την Κυβέρνησή μου, κατά πόσο η Σοβιετική Ενωση είναι διατεθειμένη να παράσχει στην Τσεχοσλοβακία άμεση και αποτελεσματική βοήθεια εάν η Γαλλία, πιστή στις υποχρεώσεις της, παράσχει παρόμοια βοήθεια.
Σε αυτή την ερώτηση η Κυβέρνησή μου απάντησε σαφώς καταφατικά».
Ενώ η Σοβιετική Ενωση προτείνει συμμαχία στην Αγγλία και τη Γαλλία για την αντιμετώπιση των απαιτήσεων του Χίτλερ έναντι της Τσεχοσλοβακίας και είναι διατεθειμένη να συμβάλει στρατιωτικά για την υπεράσπιση αυτής της χώρας, η Βρετανική και Γαλλική Κυβέρνηση την προσπερνούν επιδεικτικά.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ιβάν Μαΐσκι στη Γενεύη αποκαλύφθηκε στα μάτια όλων των κρατών, ότι ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών –ο Ζορζ Μπονέ– είχε αποκρύψει από τα περισσότερα μέλη της γαλλικής κυβέρνησης τη δήλωση της Σοβιετικής Ενωσης, με την οποία ξεκαθαρίζονταν η πρόθεσή της να βοηθήσει την Τσεχοσλοβακία.
Για την ακρίβεια, όχι μόνο απέκρυψε τις πραγματικές της προθέσεις, αλλά διέδιδε και ψευδείς φήμες ότι η Ρωσία «αδρανούσε» έναντι της Τσεχοσλοβακίας.
Με αυτές τις μηχανορραφίες προσπαθούσε να δικαιολογήσει την προδοτική πολιτική της Γαλλίας στο τσεχοσλοβακικό ζήτημα και να καλύψει την άρνηση της χώρας του να υπηρετήσει την υπογραφή που είχε βάλει στο σύμφωνο συμμαχίας[1] με την Τσεχοσλοβακία.
Οταν οι μηχανορραφίες της Γαλλίας και της Βρετανίας αποκαλύφθηκαν στην συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών, ακόμα και ο συντηρητικός Τσώρτσιλ αντέδρασε λέγοντας:
«Είναι πραγματικά εκπληκτικό πώς η δημόσια και σαφής αυτή δήλωση μιας από τις μεγαλύτερες ενδιαφερόμενες Δυνάμεις (της ΕΣΣΔ) δεν έπαιξε κανένα ρόλο στις διαπραγματεύσεις του κ. Τσάμπερλεν και στο γαλλικό χειρισμό της κρίσεως!»
Λίγες μέρες μετά ο Βρετανός πρωθυπουργός μεταβαίνει για δεύτερη φορά στη Γερμανία με σκοπό να ανακοινώσει στον Χίτλερ ότι τα κατάφερε να επιβάλλει στην Τσεχοσλοβακία τις επιθυμίες του.
Αυτή τη φορά συναντούνται στο Γκόντεσμπεργκ.
Εκεί ο Τσάμπερλεν αντιμετωπίζεται από τον Φύρερ σαν απλώς αγγελιοφόρος ή σαν ο άβουλος «άνθρωπος με την ομπρέλα», όπως τον βάφτισαν οι δημοσιογράφοι της εποχής.[2]
Ο Χίτλερ είχε κατανοήσει ότι ο απώτερος σκοπός των Αγγλογάλλων να τον στρέψουν Ανατολικά, δηλαδή ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, ήταν τόσο αδιαπραγμάτευτος, τόσο καθοριστικός για τους ίδιους, που θα έκαναν τα πάντα.
Οπότε, δεν υπέγραψε το σύμφωνο αλλά πρόβαλε νέες απαιτήσεις πολύ ποιο υπερφίαλες από εκείνες του Μπερχτενσγκάντεν.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός αναχώρησε βιαστικά για Λονδίνο και ανέλαβε, για δεύτερη φορά, να συντονίσει τον Νταλαντιέ της Γαλλίας και τους Τσεχοσλοβάκους, προκειμένου να αποδεχτούν τις νέες απαιτήσεις του Φύρερ.
Αυτή τη φορά, όμως, απέτυχε να επιβληθεί στην Πράγα.
Οι Τσεχοσλοβάκοι είχαν πλέον την υπόσχεση της ΕΣΣΔ ότι θα τους βοηθούσε σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμα και σε περίπτωση προδοσίας από μέρους της Γαλλίας.
Οταν ο Χίτλερ ενημερώθηκε για την άρνηση της Τσεχοσλοβακίας να δεχτεί τους όρους του εξαγριώθηκε και στις 26 Σεπτεμβρίου δήλωσε πως εάν μέχρι τις 2 μ.μ. της 28ης Σεπτέμβρη η Τσεχοσλοβακία δεν αποδεχόταν τους όρους του θα άρχιζε τις εχθροπραξίες.
Νταλαντιέ και Τσάμπερλεν πανικοβλήθηκαν, έβλεπαν ότι το σχέδιό τους να στρέψουν τη Γερμανία προς την Ανατολή κινδύνευε.
Εσπευσαν τότε να παρακαλέσουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι να αποδεχτούν μια συνάντηση των Τεσσάρων Μεγάλων (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία).
Ο Χίτλερ δέχτηκε να τον ξανασυναντήσει (για 3η φορά). Το ραντεβού ορίστηκε για την 29η Σεπτεμβρίου στο Μόναχο.
Οι συνομιλίες μεταξύ των Τεσσάρων Μεγάλων άρχισαν το μεσημέρι και κράτησαν ως τις 02:00 το επόμενο πρωί.
Το Υπόμνημα της Συμφωνίας το υπέγραψαν τα ξημερώματα της 30ης Σεπτεμβρίου. Σε γενικές γραμμές το κείμενο αποτελούσε την αποδοχή του τελεσιγράφου του Χίτλερ (που είχε ανακοινώσει από το Γκόντεσμπεργκ).
Σύμφωνα με αυτό:
- Τα εδάφη των Σουδητών θα παραχωρούνταν στη Γερμανία μαζί με όλα τα αγαθά που βρίσκονται σε αυτά.
- Η εκκένωση της Σουδητίας θα λάμβανε χώρα σε πέντε στάδια αρχίζοντας την 1η Οκτωβρίου και θα ολοκληρωνόταν δέκα ημέρες μετά.
- Επιπλέον η Τσεχοσλοβακία όφειλε να ικανοποιήσει όλες τις εδαφικές διεκδικήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
- Μια Διεθνής Επιτροπή θα καθόριζε τα τελικά σύνορα της εναπομένουσας Τσεχοσλοβακίας.
- Οι Τέσσερεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία) θα εγγυούνταν για την ακεραιότητά της. Δηλαδή, αυτοί που τώρα την διαμέλιζαν, εγγυούνταν ότι στο μέλλον θα την προστάτευαν…
Μερικές από τις έμμεσες, αλλά καθοριστικές, συνέπειες της Συμφωνίας ήταν οι εξής:
1. Ενα από σημαντικότερα λάφυρα, που συμπεριλαμβάνονταν στα εδάφη της Σουδητίας, ήταν το εργοστάσιο της Skoda, το δεύτερο κατά σειρά σπουδαιότητας κέντρο παραγωγής όπλων στην κεντρική Ευρώπη.
Η παραγωγή του, μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 1939, ήταν σχεδόν ίση με την παραγωγή όλων των βρετανικών εργοστασίων πολεμοφοδίων μαζί, κατά την αντίστοιχη περίοδο.
Πλέον η Skoda παρήγαγε πολεμοφόδια για το Ράιχ.
2. Με την υποταγή της Τσεχοσλοβακίας οι Δυτικές Δυνάμεις έχασαν τον τσεχοσλοβάκικο στρατό, αποτελούμενο από 21 μεραρχίες τακτικού στρατού και 15 μεραρχίες δεύτερης γραμμής.
3. Ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας μαζί με την προσάρτηση της Αυστρίας, που είχε συντελεστεί την περασμένη άνοιξη συνέβαλε στην ενίσχυση του Γ΄ Ράιχ με δέκα και πλέον εκατομμύρια νέους υπηκόους, εργάτες και στρατιώτες.
Κατά το έτος 1938 ήταν περίπου 6.500.000 οι Αυστριακοί και περίπου 3.500.000 οι Τσεχοσλοβάκοι, που πλέον συγκαταλέγονταν στη δύναμη του Ράιχ.
Σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ:
«…για όλους τους ανωτέρω λόγους ο χρόνος για να αναπνεύσουμε, που λέγεται ότι κερδίσαμε με τη συμφωνία του Μονάχου, άφησε την Αγγλία και την Γαλλία σε πολύ χειρότερη θέση σε σύγκριση με την χιτλερική Γερμανία, από εκείνη στην οποία βρισκόταν κατά την κρίση του Μονάχου…»
Εάν αποδεχτούμε ως ειλικρινή και εύστοχα τα όσα καταγράφει ο Τσώρτσιλ, τότε προκύπτει το ερώτημα:
Αφού η θέση της Αγγλίας δεν ευνοήθηκε από τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας, γιατί οι Δυτικές Δυνάμεις παρέδωσαν τόσο εύκολα αυτή τη χώρα στον Χίτλερ;
Σε αυτό έρχεται να απαντήσει ο Ιβάν Μαΐσκι:
«…αν η Αγγλία με τη Γαλλία έστεργαν, έστω και την τελευταία στιγμή, σε μια κοινή δράση με την ΕΣΣΔ, η Τσεχοσλοβακία θα γλίτωνε και ολόκληρη η κατοπινή ροή των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων γεγονότων θα έπαιρνε άλλη τροπή.
Μια τέτοια ενέργεια όμως, θα σήμαινε ρήξη με τον Χίτλερ, παραίτηση από τα σχέδια «δυτικής ασφάλειας» και απάρνηση της ελπίδας μια αμοιβαίας αλληλοεξόντωσης της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ.
Οχι! Ούτε ο Τσάμπερλεν, ούτε ο Νταλαντιέ είχαν διάθεση να πάρουν απόφαση κάτι τέτοιο. Προτιμούσαν να τρέφονται με τις βλακώδεις χίμαιρες που τους υπαγόρευε το ταξικό μίσος τους απέναντι στη χώρα του σοσιαλισμού.
Ηταν πρόθυμοι να θυσιάσουν την Τσεχοσλοβακία, κι όχι μόνο την Τσεχοσλοβακία…»
Το δόγμα της «Δυτικής Ασφάλειας», κεντρικός άξονας της πολιτικής της Βρετανίας ορίζεται από τον Μαΐσκι ως εξής:
«Η φασιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση είναι το ίδιο επικίνδυνες για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Ας χτυπηθούν λοιπόν μεταξύ τους – είναι πολύ εύκολο κάτι τέτοιο, αφού οι φασίστες και κομμουνιστές αισθάνονται αμοιβαίο μίσος.
Εμείς όμως πρέπει να μείνουμε ουδέτεροι. Οταν η Γερμανία και η Ρωσία αλληλοσπαραχτούν και εξασθενίσουν αρκετά, τότε μόνο θα φτάσει η στιγμή να εισέλθει στο στίβο η Δύση με επικεφαλής, φυσικά, την Αγγλία.
Σ’ αυτήν την περίπτωση η Δύση θα υπαγορεύσει στη Γερμανία και την ΕΣΣΔ μια ειρήνη που θα εξασφαλίζει για μεγάλο διάστημα, αν όχι για πάντα, την ακεραιότητα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και ίσως την παγκόσμια ηγεμονία της».
Το αυτονόητο συμπέρασμα που πήγαζε από μια τέτοια αντίληψη ήταν ότι έπρεπε να εμποδιστεί η προσέγγιση Λονδίνου και Μόσχας και να ενθαρρυνθεί, με όλα τα μέσα, ο Χίτλερ για να ξεκινήσει έναν πόλεμο προς Ανατολάς.
Αυτός ο κεντρικός άξονας διέτρεχε την πολιτική της Βρετανίας και της Γαλλίας καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτός ο άξονας λειτούργησε καθοριστικά και την επόμενη χρονιά, το 1939 και οδήγησε σε ναυάγιο τις πολύμηνες προσπάθειες της Σοβιετικής Ενωσης για τη συγκρότηση μιας Δυτικής Συμμαχίας απέναντι στον Χίτλερ.
Αυτή η κρυφή επιδίωξη του συντηρητικότερου κύκλου της βρετανικής πολιτικής σκηνής, της «κλίκας του Κλάιβεντεν», οδήγησε την ΕΣΣΔ στην υπογραφή του Συμφώνου μη Επίθεσης μεταξύ Μολότοφ και Ρίμπεντροπ, 10 μήνες και 24 ημέρες μετά τη Συμφωνία του Μονάχου.
Η Ιστορία είναι μια αλληλουχία γεγονότων οργανικά δεμένων μεταξύ τους.
Είναι σαν τις μπάλες του μπιλιάρδου, που η μια χτυπάει την άλλη, κι αν έστω μια από αυτές αλλάξει πορεία, αλλάζει το αποτέλεσμα της παρτίδας.
Σημειώσεις:
[1]. Η συμφωνία είχε υπογραφεί λίγους μήνες νωρίτερα και δέσμευε τη Γαλλία ότι θα υπερασπιζόταν την Τσεχοσλοβακία σε περίπτωση που η τελευταία δεχόταν επίθεση.
[2]. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Νέβιλ Τσάμπερλεν κουβαλούσε πάντα μια μαύρη ομπρέλα ως αξεσουάρ.
Πηγή: Ημεροδρόμος