Κατανοώντας το ΕΑΜ ως παρακαταθήκη, όχι ως «πτώμα» (Α’ Μέρος)
Στις 27 Σεπτέμβρη 2020 μαζί με την εφημερίδα «Documento» κυκλοφόρησε το ένθετο «Hot Doc History», το οποίο τιτλοφορούνταν «Κατανοώντας το ΕΑΜ».
Η διχοτόμηση της Ιστορίας της δεκαετίας του 1940
Τα περισσότερα κείμενα της έκδοσης διαβάζουν την Ιστορία του ΕΑΜ αποκομμένη από τις εξελίξεις της δεκαετίας του 1940, αποκομμένη δηλαδή τόσο από τα Δεκεμβριανά που ακολούθησαν άμεσα όσο και από τον τρίχρονο αγώνα του ΔΣΕ.
Μάλιστα, η απουσία αναφορών σε όσα ακολούθησαν χρησιμοποιείται προκειμένου να αλλοιώσει τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ΕΑΜική Αντίσταση.
Αναπαράγουμε ενδεικτικά δύο αποσπάσματα από το άρθρο της Βασιλικής Λάζου με τίτλο «Το ΕΑΜ ανάμεσα στο αντιστασιακό και το σοσιαλιστικό εγχείρημα»:
«Η επιμονή στην αποκατάσταση της δημοκρατίας που είχε καταλυθεί από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και η προσήλωση στην ομαλή δημοκρατική πορεία μετά την απελευθέρωση απέσειαν από το ΚΚΕ τις κατηγορίες των αντιπάλων του για βίαιη κατάληψη της εξουσίας, αύξαναν το κύρος και την ακτινοβολία του σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και δημιουργούσαν προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση του τελικού σκοπού».[1]
και
«Το ΕΑΜ, ο κύριος «μέτοχός» του, το ΚΚΕ, και η πολιτική έκφραση της Ελεύθερης Ελλάδας, η ΠΕΕΑ, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή συγκυρία, τους συσχετισμούς δυνάμεων, τη δυναμική παρέμβαση της Βρετανίας υπέρ του βασιλιά και του Παπανδρέου και τη σιωπηλή συναίνεση των Αμερικανών και των Σοβιετικών,
συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα τη γνώμη των μικρότερων εταίρων, αλλά και τις οικονομικές δυνατότητες της Ελεύθερης Ελλάδας και την ανάγκη ξένης βοήθειας για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση,
επέλεξαν με συνέπεια και επεδίωξαν με επιμονή τον δρόμο της εθνικής ενότητας και της δημοκρατικής μετάβασης στην εξουσία. Και ήταν ακριβώς αυτή η ενωτική γραμμή που διευκόλυνε την ευρύτερη συσπείρωση δυνάμεων.
Αποτέλεσμα ήταν ότι οι πλατιές μάζες από τους οπαδούς των αστικών κομμάτων κερδήθηκαν από την πολιτική αυτή και μεγάλο μέρος τους εντάχθηκαν στο ΕΑΜ και συνεργάστηκαν σταθερά μαζί του. Αλλά και μέσα στα ίδια τα αστικά κόμματα ενισχύθηκε η ιδέα της συνεργασίας με την Αριστερά».[2]
Το δεύτερο απόσπασμα κλείνει το άρθρο.
Πράγμα που σημαίνει ότι όποιος αγνοεί όσα ακολούθησαν θα μείνει στην εντύπωση της πλατιάς απήχησης του ΕΑΜ που άλλαξε τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και οδήγησε στην ειρηνική πραγμάτωση του «τελικού σκοπού» του ΚΚΕ.
Φυσικά, η ιστορική αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική:
Εξοπλισμός των δοσίλογων και μερική ανασυγκρότηση των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών, απόβαση ισχυρών βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, Δεκεμβριανά, υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας με αφετηρία την πολιτική εθνικής ενότητας και δημοκρατικής ομαλότητας, όργιο τρομοκρατίας και διώξεων εναντίον των μελών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Πριν από πολλά χρόνια, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, κριτικάροντας τη μη διαλεκτική παρουσίαση στιγμών κορύφωσης της ταξικής πάλης, έγραφε:
«…ένας τέτοιος ανατομικός τεμαχισμός καθώς και όλοι οι ανατομικοί τεμαχισμοί δεν μας επιτρέπουν να δούμε το φαινόμενο ζωντανό, απλά μας παραδίνουν ένα πτώμα».[3]
Ο «εξοβελισμός» του «τελικού σκοπού»
Το σταμάτημα της ιστορικής παρουσίασης στις μέρες πριν από την Απελευθέρωση αποσκοπεί σε μια επαναλαμβανόμενη ιστοριογραφική λαθροχειρία.
Ο εκθειασμός της ηρωικής διαδρομής του ΕΑΜ, των αγώνων και των θυσιών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, χρησιμοποιείται ως εμπόδιο στην εξαγωγή ιστορικών συμπερασμάτων για τις αιτίες της ήττας και διδαγμάτων χρήσιμων για τη σημερινή ενίσχυση της ταξικής πάλης.
Το παραπάνω γίνεται ακόμα φανερότερα στο άρθρο του Αρτέμη Ψαρομήλιγκου με τίτλο «Το δίλημμα: Συντριβή ή μέτωπο».
Αρχικά, ο συγγραφέας υπονοεί ότι μια διαφορετική πολιτική γραμμή του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που θα έθετε στο επίκεντρο την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, θα σήμαινε την άρνηση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τον αντιφασιστικό αγώνα.
Στη συνέχεια ταυτίζει συλλήβδην μια τέτοια άποψη με τον τροτσκισμό, αποκρύβοντας τεχνηέντως τις πολλαπλές μεταλλάξεις της στάσης του ίδιου του Τρότσκι και πολύ περισσότερο των ποικίλων τροτσκιστικών ομάδων απέναντι στο φασισμό και στον πόλεμο.
Και καταλήγει:
«Σήμερα, 75 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ ΠΠ, αναλογιζόμαστε με τρόμο ποια θα ήταν η έκβασή του εάν το βάρος της αντιμετώπισης του ναζισμού έπεφτε στις πλάτες των ολιγομελών και πολυδιασπασμένων τροτσκιστικών ομάδων, χωρίς την εμπλοκή της «σοβιετικής γραφειοκρατίας» και της «μπουρζουάδικης δημοκρατίας»…».[4]
Όλα στο μπλέντερ, λοιπόν, ώστε υπό την επίκληση του συναισθηματικού φορτίου για τις τεράστιες θυσίες της ΕΣΣΔ και των Κομμουνιστικών Κομμάτων να προχωρά και η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, αποκομμένης από το καπιταλιστικό περιεχόμενό της.
Έτσι και αλλιώς, για τον συγγραφέα του άρθρου, ένας θα μπορούσε να είναι ο τελικός σκοπός του ΕΑΜ και αυτός δεν ήταν άλλος από την αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή της δικτατορίας του κεφαλαίου, αφού σε διαφορετική περίπτωση αυτό δεν θα είχε καμιά απήχηση:
«Η κατανόηση των πολιτικών συμμαχιών και των μετώπων αμφισβητεί διατυπώσεις του τύπου «το ΕΑΜ στις παραμονές της απελευθέρωσης ήταν πλειοψηφικό στον ελληνικό λαό και θα μπορούσε να καταλάβει την εξουσία».
Ομως, τα προγράμματα, οι συμμαχίες, ακόμα και τα συγκεκριμένα πρόσωπα που προσχωρούν σε αυτές προσδίδουν στα μετωπικά σχήματα μαζικό – ή όχι – χαρακτήρα. Δεν ήταν λοιπόν δεδομένη η πλειοψηφία του ΕΑΜ. Και θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι η πρωτοφανής απήχησή του θα ήταν η ίδια εάν το ΚΚΕ είχε ακολουθήσει μια «στενή» πολιτική συμμαχιών».[5]
Κατανοώντας το ΕΑΜ ως παρακαταθήκη, όχι ως «πτώμα» – Οι πραγματικές αιτίες μαζικοποίησης του ΕΑΜ
Φυσικά, τα ιστορικά γεγονότα διαψεύδουν τις απόψεις του συγγραφέα.
Και αυτό διότι, αν και η πολιτική γραμμή του αντιφασιστικού μετώπου και η πρόταξη της συμμαχίας των κομμουνιστών με αστικές πολιτικές δυνάμεις αποτέλεσαν τη συνισταμένη της δράσης των κομμουνιστών σε όλες τις χώρες, αυτό δεν οδήγησε στην ίδια μαζικοποίηση των εθνικοαπελευθερωτικών μετώπων ούτε, πολύ περισσότερο, στην ίδια μαζικοποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Αντίθετα, παρά τον ηρωισμό των κομμουνιστών, σε αρκετές χώρες τόσο τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα όσο και η αντίσταση στη φασιστική κατοχή παρέμειναν μειοψηφικό φαινόμενο.
Επομένως, για να κατανοήσουμε τη μαζικοποίηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα, λίγο μετά την επιβολή της τριπλής φασιστικής κατοχής. Τότε, σημειώθηκε μια βαθιά διάσπαση στους κόλπους της αστικής τάξης.
Η κυρίαρχη μερίδα της αστικής τάξης και το αντίστοιχο πολιτικό προσωπικό επέλεξαν τη συμμαχία με τη Μ. Βρετανία και ακολούθησαν το βρετανικό στρατό στη Μέση Ανατολή.
Ένα μικρότερο μέρος της αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού κόσμου παρέμεινε στη χώρα και συνεργάστηκε με τις δυνάμεις Κατοχής.
Ένα τρίτο κομμάτι παρέμεινε στη χώρα, συνεχίζοντας τις επωφελείς οικονομικές δοσοληψίες με τις αρχές Κατοχής και αναμένοντας έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό στο μέλλον ή ιδρύοντας ολιγομελείς αντιστασιακές οργανώσεις, χωρίς καμία αξιόλογη δράση.
Το σύνολο της αστικής τάξης εγκατέλειψε την εργατική τάξη και το λαό.
Όλα αυτά, ενώ η Κατοχή όξυνε σε πρωτοφανή βαθμό την ταξική εκμετάλλευση, οδηγώντας στη λιμοκτονία εκτεταμένες εργατικές και φτωχές λαϊκές μάζες, όπως και μεσοαστικά στρώματα στις πόλεις, φαινόμενο που δεν παρατηρήθηκε με την ίδια ένταση στις κατακτημένες χώρες.
Οι νέες συνθήκες μείωναν αντικειμενικά τις δυνατότητες της αστικής τάξης να οικοδομεί κοινωνικές συμμαχίες, την ίδια στιγμή που η βίαιη προλεταριοποίηση μεγάλου μέρους μεσαίων στρωμάτων αύξανε τους πιθανούς συμμάχους της εργατικής τάξης.
Ως συνέπεια, τα αστικά κόμματα, των οποίων οι δεσμοί με τις λαϊκές και εργατικές μάζες είχαν ήδη διαρραγεί εξαιτίας της στήριξής τους στη δικτατορία του Μεταξά, είδαν το κύρος τους να κατακρημνίζεται.
Ταυτόχρονα, κατέρρεε ο βασικός κορμός της μεσοπολεμικής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, που παρουσίαζε την αστική τάξη ως εγγυητή της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας και τους κομμουνιστές ως εθνοπροδότες, αφού πλέον συγκρουόταν με την εφιαλτική εμπειρία των εργατικών και λαϊκών μαζών.
Πόσο μάλλον όταν οι τελευταίες έβλεπαν τις λιγοστές δυνάμεις των κομμουνιστών να επιδίδονται σε έναν λυσσαλέο αγώνα οργάνωσης της Αντίστασης. Στην οργάνωση της Αντίστασης μηδαμινή ήταν η συμμετοχή της «μπουρζουάδικης δημοκρατίας».
Όπως υποστήριζε ο Hobsbawm, τα αντιστασιακά κινήματα κατά του φασισμού «όφειλαν πολύ περισσότερα στα Κομμουνιστικά Κόμματα απ’ όσα αυτά ήταν πρόθυμα να ισχυριστούν εκείνη την εποχή, ή οι εχθροί τους να παραδεχτούν μετέπειτα».[6]
Το ίδιο ίσχυσε σε μεγαλύτερο βαθμό στη χώρα μας.
Όπως σωστά επισημαίνεται στο άρθρο του Γιάννη Σκαλιδάκη με τίτλο «Το πολιτικό μέτωπο του ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ», ελάχιστοι αστοί πολιτικοί των μεσοπολεμικών κομμάτων, έστω και ως μεμονωμένα πρόσωπα, δέχτηκαν να πάρουν μέρος στο ΕΑΜ [7] και οι περισσότεροι από αυτούς το έκαναν μόλις ήταν φανερό ότι η πλάστιγγα του πολέμου έγερνε οριστικά εις βάρος των δυνάμεων του φασιστικού Αξονα, δηλαδή όταν πλέον η ανασυγκρότηση και η μαζικοποίηση του ΚΚΕ και η αντίστοιχη μαζικοποίηση του ΕΑΜ ήταν γεγονός.
Από την άλλη, η σύμπλευση οπαδών των παλιών αστικών κομμάτων ή κατώτερων στελεχών δεν σήμαινε την πολιτική μετατόπιση του αστικού πολιτικού κόσμου, αλλά σηματοδοτούσε όλο και εντονότερα το αντικειμενικό γεγονός ότι όλο και πιο πλατιά κοινωνικά στρώματα ένιωθαν τα συμφέροντά τους να βρίσκονται στην ίδια ταξική όχθη με αυτά της εργατικής τάξης και άρα κοντύτερα στα σχέδια της πολιτικής της πρωτοπορίας, του ΚΚΕ.
Περιορισμένη όμως ήταν και η συμβολή των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, οι οποίες ναι μεν συμμετείχαν στην ίδρυση του ΕΑΜ, αλλά χαρακτηρίζονταν από μηδαμινή πολιτική απήχηση και από την παντελή έλλειψη ενός πανελλαδικού οργανωτικού δικτύου.
Αυτό συνέβαλε θετικά στην κλιμάκωση της πολιτικής απήχησης του ΚΚΕ.
Στην ίδια κατεύθυνση και γενικότερα τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων συνέδραμε και η διάλυση του αστικού στρατού στο εσωτερικό της χώρας, αφού αυτή αφαιρούσε από την αστική τάξη τη δύναμη της καταστολής και επέτρεπε τον απεγκλωβισμό στρατιωτικών στελεχών που περνούσαν στον ΕΛΑΣ.
Επιπλέον, από ένα σημείο και ύστερα η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού ενίσχυσε καθοριστικά την πολιτική επιρροή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, που σωστά θεωρήθηκαν από τον ελληνικό λαό οι πολιτικοί σύμμαχοι της ΕΣΣΔ στην Ελλάδα, ενώ την ίδια περίοδο η ήττα του ναζιστικού στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο επιδρούσε και στην αποδυνάμωση της κατοχικής δύναμης στη χώρα μας.
Όλα τα προηγούμενα και πολλά ακόμα, που δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο παρόν άρθρο, αλλά καταγράφονται συστηματικά στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 – 1949, δεν συμβαδίζουν φυσικά με ιστοριοδιφικές αναλύσεις στα όρια του μεταμοντέρνου που προσπαθούν να «κατανοήσουν» κοινωνικά φαινόμενα και τις πολιτικές συμμαχίες μέσα από την προσχώρηση συγκεκριμένων προσώπων.
Ολοκληρώνεται με το Β’ Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Ένθετο «Documento», σελ. 37.
[2]. Στο ίδιο, σελ. 40.
[3]. Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα», εκδ. «Εργατική Δημοκρατία», Αθήνα, 1997, σελ. 55-56.
[4]. Ένθετο «Documento», σελ. 73.
[5]. Στο ίδιο.
[6]. Eric Hobsbawm: «Οι επαναστάτες», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 2008, σελ. 34.
[7]. Ένθετο «Documento», σελ. 9-10.
Κώστας Σκολαρίκος
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: Ριζοσπάστης